,

Είδαμε την παράσταση «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν»

Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

Τη σύμπραξη δυο σπουδαίων ηθοποιών επί σκηνής απολαύσαμε το βράδυ της Δευτέρας στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης με αφορμή την νέα παράσταση της Ιόλης Ανδρέαδη, «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Πρόκειται για μια μεταγραφή για δύο άτομα, βασισμένη στο «Murder in the Cathedral» του T.S. Eliot στη μνημειώδη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη.

Το «Murder in the Cathedral» ή «Φονικό στην Εκκλησιά» είναι ένα τελετουργικό δράμα που έγινε αφορμή να «συναντηθούν» δυο κορυφαίοι νομπελίστες του 20ου αιώνα. Πρόκειται για το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο του T.S. Eliot για το θέατρο και γράφτηκε για το Φεστιβάλ του Καντέρμπουρι το 1935 ενώ μεταφράστηκε το 1963 από τον Γιώργο Σεφέρη, λίγους μήνες μόλις πριν την βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία. Το έργο αποτελεί μια απόπειρα του Eliot για τη δημιουργία ενός νέου είδους ποίησης που διατηρεί το ύφος της κοινής καθημερινής ομιλίας των απλών ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα μέσα από έναν υπόκωφο λυρισμό και με ελλειπτικούς διαλόγους και παρεμβολές ξένων κειμένων, επινοείται ένας νέος πνευματικός λόγος, βαθιά θεατρικός, σύγχρονος και διαχρονικός, σημερινός και αιώνιος.

Η υπόθεση του έργου βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Αγίου Θωμά των καθολικών. Διαδραματίζεται στην Αγγλία τον 12ο αιώνα όταν ο Θωμάς Μπέκετ, πρώην καγκελάριος, συγκυβερνήτης, αδελφικός φίλος του βασιλιά Ερρίκου Β’ και διάσημος μπον βιβέρ, γίνεται αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας, απαρνιέται μονομιάς τα εγκόσμια αξιώματα και τις ξέφρενες απολαύσεις και αφιερώνει τη ζωή του στην υπηρεσία όσων τον έχουν ανάγκη καθώς και στη μάχη με κάθε μέσο για την κατάλυση της κοσμικής εξουσίας. Ανεπιθύμητος πια στον τόπο του, αυτοεξορίζεται στη Γαλλία. Ύστερα από μια επιφανειακή συμφιλίωση με το βασιλιά Ερρίκο Β΄ επιστρέφει, γνωρίζοντας ωστόσο τον κίνδυνο που παραμονεύει. Πράγματι, δυο μήνες μετά δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στην ίδια του την εκκλησία, παραμονές της Πρωτοχρονιάς του 1170.

Το κείμενο της μεταγραφής ανέλαβε η ίδια η Ιόλη Ανδρεάδη μαζί με τον Άρη Ασπρούλη και ομολογουμένως η αποστολή τους δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση. Οι δυο συγγραφείς κατάφεραν να μετατρέψουν το πρωτότυπο κείμενο στο οποίο και παρουσιάζονται περισσότεροι από δέκα χαρακτήρες σε μια τελετουργία για δύο μόνο ανθρώπους. Συνεπώς, επικεντρώθηκαν στους βασικούς χαρακτήρες του Θωμά Μπέκετ και της γυναίκας της Καντερβουρίας δίχως όμως να χαθεί στον παραμικρό βαθμό το νόημα του κειμένου και να αλλοιωθεί ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη.

Στο σκηνοθετικό τιμόνι αλλά και την κινησιολογία της παράστασης βρίσκεται η Ιόλη Ανδρεάδη που έστησε μπροστά στα μάτια των θεατών ένα μυσταγωγικό θέαμα που διαδραματίζεται στο εσωτερικό του Καθεδρικού ναού του Canterbury. Η χρήση συμβόλων στην παράσταση αλλά και ο ξεκάθαρος διαχωρισμός των ρόλων θύτη και θύμα ενισχύθηκε από μια τελετουργική διαδικασία της γυναίκας της Καντερβουρίας απέναντι στο Θωμά Μπέκετ. Η όλη προετοιμασία του θύματος για τη θυσία του που ολοένα και πλησιάζει, μπορεί άνετα να παραλληλιστεί ακόμα και με τη σημερινή εποχή στην Ελλάδα αφού αποτυπώνει τις δυσκολίες του λαού να σταθεί στα πόδια του και να επιλέξει την ηγεσία ενός ικανού ανθρώπου.

Συγκλονιστική η προσέγγιση του Γιώργου Νανούρη στο ρόλο του Θωμά Μπέκετ. Απέδωσε τον ήρωά του κάπως αποστασιοποιημένο στα γεγονότα που διαδραματίζονται επί σκηνής θέλοντας έτσι να τονίσει την συνειδητή του πρόθεση να θυσιαστεί αδιαμαρτύρητα επαναστατώντας με αυτό τον τρόπο ενάντια στον κόσμο που τον πολεμά. Η πίστη του Θωμά στο Θεό τον οδηγεί να δέχεται σιωπηλά τη μοίρα του με αποτέλεσμα να κερδίσει την μετέπειτα αγιοποίησή του.

Σε μια πληθώρα ρόλων με βασικότερο αυτό της γυναίκας της Καντερβουρίας απολαύσαμε τη Ρούλα Πατεράκη. Με εναλλαγές στη φωνή, τις εκφράσεις και την κινησιολογία της, η ηθοποιός «ντύθηκε» από τη γυναίκα της Καντερβουρίας που φροντίζει αλλά και επιπλήττει στιγμιαία το Θωμά Μπέκετ μέχρι το δήμιο που τελικά καλείται να του αφαιρέσει τη ζωή. Η έμπειρη ηθοποιός κινήθηκε με μαεστρία στα δύσκολα υποκριτικά μονοπάτια που έπρεπε να υπηρετήσει και το αποτέλεσμα σίγουρα την δικαιώνει.

Αξίζει να αναφέρουμε τη Δήμητρα Λιάκουρα για την εξαιρετική και πρωτότυπη σκηνογραφία της παράστασης με το στήσιμο βασικών στοιχείων ενός καθολικού ναού επί σκηνής αλλά και τη Χριστίνα Θανάσουλα που με τους φωτισμούς της λειτούργησε καταλυτικά στη δημιουργία μιας τελετουργικής ατμόσφαιρας.

Η ποιητικότητα και το υψηλό επίπεδο της παράστασης «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» δεν την καθιστούν ένα εύληπτο θέαμα για όλους. Είναι μια παράσταση που απαιτεί την απόλυτη προσήλωση του θεατή για να γίνει κατανοητή. Τότε μόνο μπορεί κανείς να ανακαλύψει τη μαγεία της. Σας την προτείνω.

Καλή σας θέαση!