Είδαμε την παράσταση «Ευτυχισμένες Μέρες»

Είδαμε την παράσταση «Ευτυχισμένες Μέρες»

Από την Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

 

Το «θεατρικό άλυτο» του Σάμουελ Μπέκετ ανεβαίνει για ακόμη μια φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη σκηνή του Bios με πρωταγωνίστρια την Όλια Λαζαρίδου. Πώς μπορούσαμε να αντισταθούμε σε ένα τέτοιο θέαμα;

Τα έργα του Σάμουελ Μπέκετ είτε θα τα λατρέψεις, είτε θα τα μισήσεις. Δεν απευθύνονται σε όλους και σίγουρα τα νοήματά του δεν είναι εύπεπτα. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πει στο παρελθόν: «Δεν θέλω μήτε να καθοδηγήσω μήτε να βελτιώσω μήτε να απομακρύνω τους ανθρώπους από την ανία. Θέλω να φέρω την ποίηση στη δραματουργία, μια ποίηση που πέρασε μέσα από το κενό και κάνει μια καινούργια αρχή σε έναν καινούργιο χώρο».  Και στις «Ευτυχισμένες Μέρες» του καταφέρνει περίφημα το σκοπό του.

Η Γουίνυ (Όλια Λαζαρίδου) ενταφιασμένη ως επάνω από τη μέση της, στο κέντρο ενός τύμβου είναι το πρώτο θηλυκό θεατρικό προσωπείο του συγγραφέα που εξαντλεί όλες τις συγγραφικές δυνατότητες στην αναζήτηση μιας γλώσσας του Υποκειμένου. Μια φωνή μονολογεί. Αυτή είναι η ελάχιστη μονάδα μέτρησης της ύπαρξης στα κείμενα του Μπέκετ. Η Γουίνυ μονολογεί και διαρκώς αναζητά μια επιβεβαίωση από τον Γουίλυ (Άγγελος Σκασίλας) πως είναι εκεί και την ακούει. Άρα θα υπάρχει. Άρα θα υπάρχουν. Η Γουίνυ και ο Γουίλυ είναι το ποιητικό δίπολο των «Ευτυχισμένων Ημερών» που συνθέτει την ενότητά του μέσα σ’ έναν χώρο επινοημένο από τον συγγραφέα στην προσπάθειά του να αποτυπώσει το πιο τρομερό πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί.  Όμως η Γουίνυ επινοεί διαρκώς τρόπους για να βγάλει τη μέρα της. Κι όταν νιώθει πως η γη τη ρουφά προς τα κάτω εκείνη τραγουδά.

Το συγκεκριμένο έργο του Μπέκετ είναι από τα πιο δυσνόητά του. Παρουσιάζει τον άνθρωπο «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας», κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου. Η άμμος που περιβάλει την Γουίνυ και η αγκύλωση του Γουίλλυ είναι δείγματα τραγικά και συγχρόνως κωμικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν υπάρχει εξωτερική δράση παρά μόνο εσωτερική με τους θεατές να παρασύρονται στις περιπλανήσεις ενός ταραγμένου νου. Μερικές στιγμές βγαίνουν στην επιφάνεια κάποιες αναμνήσεις της παλιάς τους ζωής αλλά και αυτές δεν γνωρίζουμε αν έχουν πράγματι συμβεί ή είναι στη φαντασία της πρωταγωνίστριας.

Η Όλια Λαζαρίδου έδωσε στην ηρωίδα της μια κωμική υπόσταση και μια χαριτωμένη παιδικότητα προσπαθώντας να αντισταθμίσει την τραγικότητα της κατάστασής της. Μη μπορώντας να κάνει πολλές κινήσεις λόγω της θέσεως που βρισκόταν, έδωσε έμφαση στις λέξεις της. Οι γεμάτες συναισθήματα και εικόνες λέξεις της περίμεναν μια απάντηση, ένα νεύμα, μια ανάσα από τον σύντροφό της Γουίλυ για να καταλάβει πως είναι ακόμα ζωντανή, πως υπάρχει ελπίδα και έχει λόγο ύπαρξης. Μέσα από τις λέξεις της η Γουίνυ παλεύει να μην ξεχάσει ποιά είναι, να μην χάσει την ταυτότητά της αμαχητί. Κι όταν νιώθει πως η γη την ρουφά όλο και περισσότερο, τραγουδά προσπαθώντας να ξορκίσει το κακό και το φόβο της για το θάνατο που ολοένα και την πλησιάζει.

Από την άλλη, ο Άγγελος Σκασίλας στο ρόλο του Γουίλυ παρέμεινε σιωπηλός κατά κύριο λόγο δείχνοντας αρχικά ένα σκληρό και ψυχρό πρόσωπο απέναντι στη σύντροφό του, Γουίνυ. Στην πραγματικότητα όμως, ο Γουίλυ είναι μάρτυρας και θύμα μιας απελπιστικής κατάστασης που δεν του αφήνει πολλά περιθώρια να δράσει.

Η Σύλβια Λούλιου υπογράφει την σκηνοθεσία της παράστασης και επέλεξε ένα πραγματικά πρωτοποριακό και ενδιαφέρον στήσιμο. Ξεφεύγοντας από τα συνηθισμένα, η σκηνοθέτης εγκλώβισε τους ήρωές της σε λόφους από βιβλία, ένα ποιητικό νεκροταφείο βιβλίων που περικλείουν ατελείωτες γνωστικές πληροφορίες που συχνά όμως οδηγούν στην συνειδητοποίηση της ασημαντότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μας άρεσαν πολύ και οι εναλλαγές μεταξύ πρώτης και δεύτερης πράξης. Στην έναρξη της παράστασης παρατηρούμε την ηρωίδα να καλλωπίζεται και να χρησιμοποιεί όλα τα αντικείμενα που περιέχονται στην προσωπική της τσάντα επιμένοντας να ακολουθεί τις καθημερινές της συνήθειες. Με αυτό τον τρόπο αρνείται να παραδοθεί στην κακή της μοίρα επιλέγοντας να φτιάχνει μόνη της τις δικές της ευτυχισμένες μέρες. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη δεύτερη πράξη στην οποία η Γουίνυ δεν δίνει σημασία σε καλλωπισμούς και εξωτερικές ομορφιές καθώς κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να σώσει την ψυχή της πριν βυθιστεί ολοκληρωτικά μέσα στο βουνό της άμμου. Η αγωνία της μας καθήλωσε μέχρι το τελευταίο λεπτό.

Συνολικά πρόκειται για ένα δύσκολο μα άκρως γοητευτικό έργο που σίγουρα απαιτεί καθαρό μυαλό για την κατανόησή του. Αν σας αρέσουν οι προκλήσεις και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις επί σκηνής, οι «Ευτυχισμένες Μέρες» είναι το έργο που πρέπει να παρακολουθήσετε.

Καλή σας θέαση!