Είδαμε την παράσταση «Ελευθερία στη Βρέμη»
Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη
Μια παράσταση- ωδή στην ελευθερία με κάθε τίμημα παρακολουθήσαμε πριν λίγες μέρες στο κέντρο της Αθήνας. Αναφερόμαστε στην «Ελευθερία στη Βρέμη»του Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ, το νέο σκηνοθετικό εγχείρημα του Νίκου Μαστοράκη που ανεβαίνει φέτος στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν σε μια πρωτοφανή σύμπραξη με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης.
Η «Ελευθερία στη Βρέμη», έργο που πρωτοανέβασε ο ίδιος ο συγγραφέας το 1971 στο θέατρο της Βρέμης, είναι το δέκατο έκτο θεατρικό έργο του εκπροσώπου του νέου γερμανικού κινηματογράφου, Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ. Ο συγγραφέας αντλεί έμπνευση από την πραγματική ιστορία της Γκεέσε Γκότφριντ, μιας αστής της Βρέμης, μιας κατά γενική ομολογία θεοσεβούς και έντιμης γυναίκας που σκότωσε δεκαπέντε ανθρώπους, τα εγκλήματά της οποίας αποκαλύφθηκαν το 1831 και αποκεφαλίστηκε στην τελευταία δημόσια εκτέλεση στη Βρέμη. Από το υλικό αυτό ο Φάσμπιντερ πλάθει μια αλληγορία για το ρόλο της εξουσίας στις διαπροσωπικές σχέσεις και κάνει έναν ύμνο στην ελευθερία που κατακτάται με κάθε τίμημα.
Η αστική τραγωδία του Φάσμπιντερ επικεντρώνεται στο πρόσωπο της Γκεέσε Γκότφριντ, μιας γυναίκας που ζει στη Βρέμη στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα – μια εποχή όπου η γυναίκα ήταν εξαρτημένη από τον πατέρα, τον σύζυγο, τον αδελφό και όποιον άλλο άντρα υπήρχε στη ζωή της. Γνώμη και ελεύθερη βούληση δεν επιτρεπόταν να έχει, δεν της επιτρεπόταν καν να σκεφτεί. Ούτε καν να αγαπήσει. Δυνατότητα ανεξαρτησίας δεν υπήρχε καμία. Ελεύθερες γυναίκες νοούνταν μόνο οι πόρνες, που κι αυτές ήταν υποχείρια κάποιου προαγωγού. Η διεκδίκηση της ελευθερίας από μια γυναίκα αντιμετωπιζόταν ως ψυχικό νόσημα, ως λάθος της φύσης και μπορούσε να την οδηγήσει ακόμη και στο δικαστήριο. Η Γκεέσε, μια γυναίκα έξυπνη, ικανή, ευρηματική, στην προσπάθειά της να κερδίσει την ελευθερία έρχεται σε σύγκρουση με όλο το περιβάλλον της, άντρες και γυναίκες και όταν συναντά εμπόδια και αισθάνεται ότι απειλείται, αμύνεται, καταφεύγοντας σε ακραίες λύσεις πέρα και έξω από κάθε λογική.
Το νέο εγχείρημα του Νίκου Μαστοράκη είναι ιδιαιτέρως απαιτητικό καθώς ο ίδιος υπογράφει τη διασκευή, τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τα κοστούμια αλλά και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης σε μια καίρια μετάφραση του έργου από τον Γιώργο Δεπάστα. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί τη συγγραφική γραμμή του Φάσμπιντερ δίνοντας έμφαση στο πρόσωπο της Γκεέσε και στο κοινωνικό και ψυχολογικό παρασκήνιο που την οδήγησε στις πράξεις της. Μέσα από μια αλληγορία για το ρόλο της εξουσίας στις διαπροσωπικές σχέσεις, η Γκεέσε παρουσιάζεται σαν μια γυναίκα που απέναντι στην αδικία μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, δεν βρίσκει άλλη δυνατότητα απελευθέρωσης και αυτοπραγμάτωσης από το φόνο. Ο Νίκος Μαστοράκης κατορθώνει εύστοχα να κάνει την πρωταγωνίστρια συμπαθή στα μάτια του θεατή που την ταυτίζει ξεκάθαρα με μια σύγχρονη κακοποιημένη γυναίκα σωματικά και ψυχικά.
Επί σκηνής, πραγματοποιούνται οχτώ δολοφονίες με την πρωταγωνίστρια να βγάζει κάθε φορά και από ένα ρούχο οδεύοντας στη λύτρωση και την υπέρτατη ελευθερία που θα επιτευχθεί με το δικό της θάνατο και την απόλυτη γύμνωσή της. Βρήκαμε άκρως ενδιαφέρουσα αυτή την οπτική του σκηνοθέτη. Παράλληλα, ο Νίκος Μαστοράκης έπρεπε να βρει τον κατάλληλο τρόπο να ενώσει το σπονδυλωτό έργο του Φάσμπιντερ και τις έξι αυτοτελείς του σκηνές. Επέλεξε να το κάνει αυτό ενσωματώνοντας στοιχεία σωματικού θεάτρου και μπλέκοντας κάθε φορά όλους τους πρωταγωνιστές σε ιδιαίτερες χορογραφίες, τις οποίες επιμελήθηκε η Μαρίζα Τσίγκα. Με αυτό τον τρόπο, έβαλε τους ηθοποιούς του να λειτουργήσουν ως χορός τραγωδίας στρέφοντας όλη την προσοχή του θεατή στην κεντρική ηρωίδα Γκεέσε.
Το σκηνικό της παράστασης ήταν λιτό και περιεκτικό με λιγοστά έπιπλα και σαφή αναφορά στο έντονο θρησκευτικό στοιχείο με τη διττή χρήση μιας κονσόλας- μπουφέ στο βάθος της σκηνής που παρέπεμπε ξεκάθαρα στην Αγία Τράπεζα καθολικής εκκλησίας αλλά λειτουργούσε και ως τραπεζάκι για τα αντικείμενα των σκηνών και το φονικό ρόφημα. Πάνω στο έπιπλο αυτό υπήρχαν ένας φωτεινός σταυρός και οχτώ αναμμένα κεριά, άρρητα συνδεδεμένα με τις ψυχές των ανθρώπων που βρίσκουν το θάνατο κατά τη διάρκεια του έργου, μια οπτική που μας άρεσε πολύ. Ωστόσο, η χρήση του επίπλου ως τραπεζιού με φλυτζάνια, ποτήρια και πιατάκια δεν ήταν ιδιαιτέρως χρηστική.
Υποκριτικά, εύλογα κέρδισε την προσοχή μας η Μαρία Κεχαγιόγλου στον κεντρικό ρόλο της Γκεέσε. Η έμπειρη ηθοποιός βρίσκεται συνεχώς επί σκηνής και αυτό της επέτρεψε να δείξει όλες τις συναισθηματικές μεταβολές της τραγικής ηρωίδας της φτάνοντας από το φόβο και την καταπίεση στην απόλυτη αδιαφορία με την μεταμόρφωσή της σε αποφασιστική serial killer που δεν λογαριάζει τίποτα και κανέναν μπροστά στην κατάκτηση της προσωπικής της ελευθερίας. Η ερμηνεία της ήταν πειστική, ακριβής και αφοπλιστικά ειλικρινής. Μια κατάθεση ψυχής που μας καθήλωσε!
Ο υπόλοιπος θιάσος λειτουργεί στην παράσταση περισσότερο υποστηρικτικά ως αντίλογος , χωρίς υποκριτικές εξάρσεις. Άλλωστε, το έργο είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που μας επιτρέπει να δούμε μόνο μια πτυχή του χαρακτήρα τους που διέπεται από υπερβολή, δίχως να μπορούμε να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη γνώμη. Ωστόσο, αξίζει να αναφέρουμε τον Διαμαντή Καραναστάση στο ρόλο του συζύγου της Γκεέσε, την Καίτη Μανωλιδάκη στο ρόλο της μητέρας της αλλά και την Μαριάννα Δημητρίου στο ρόλο της φίλης της πρωταγωνίστριας για τις δυναμικές τους ερμηνείες αλλά και την προσωπική σφραγίδα που κατόρθωσαν να δώσουν στους ήρωές τους στο μικρό χρονικό διάστημα που βρέθηκαν επί σκηνής.
Η «Ελευθερία στη Βρέμη» είναι μια παράσταση που δεν αναφέρεται μόνο στην χειραφέτηση της γυναίκας αλλά στην χειραφέτηση κάθε εξουσιαζόμενου από τον εξουσιαστή. Μια ωδή στον αγώνα για ελευθερία που αξίζει πάντα την προσοχή μας.
Καλή σας θέαση!