Βαγγέλης Γιαννίσης: Όλες οι ιστορίες μέσα μου είναι αστυνομικές

Βαγγέλης Γιαννίσης: Όλες οι ιστορίες μέσα μου είναι αστυνομικές

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του με τίτλο «Ο χορός των νεκρών» από τις Εκδόσεις Διόπτρα, ο συγγραφέας Βαγγέλης Γιαννίσης μας μιλάει για ισάξιους αντιπάλους, για το πόσο ανελέητη, μοναχική και καθόλου ρομαντική μπορεί να είναι η συγγραφική διαδικασία αλλά και για τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο ήρωάς του, επιθεωρητής Άντερς Οικονομίδης σε αυτή τη νέα αστυνομική ιστορία. – Συνέντευξη στη Λυδία Ψαραδέλλη

 

Ο χαρακτήρας σας Άντερς Οικονομίδης, που γνωρίζουμε ήδη από τα βιβλία σας «Το κάστρο» και «Το μίσος» που κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Διόπτρα, έρχεται αυτή τη φορά στον «Χορό των Νεκρών» αντιμέτωπος με έναν πληρωμένο δολοφόνο. Νιώθετε τη ανάγκη να τον βάζετε να αντιμετωπίζει σε κάθε υπόθεση και μια μεγαλύτερη πρόκληση; Έχετε υποσυνείδητα βάλει κάποια όρια στο τι είναι ικανός να αντιμετωπίσει;

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές μίας υπόθεσης είναι μία από τις αγαπημένες μου μεθόδους ανάπτυξης χαρακτήρων. Στο Μίσος ο Άντερς είναι ένας σχετικά ατσαλάκωτος επιθεωρητής, ο οποίος προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή. Στο Κάστρο, οι ισορροπίες αυτές ανατρέπονται εντελώς, ενώ στον Χορό των Νεκρών, ο Άντερς προσπαθεί να τις ξαναβρεί, να βρει τον βηματισμό του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει. Πέρα από τον κυρίως ανταγωνιστή σε κάθε ιστορία -και στη συγκεκριμένη, ο Σαμαήλ είναι ένας αντίπαλος ισάξιος του Άντερς- οι προσωπικές δυσκολίες είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος του ήρωα. Αυτές θα τον αναγκάσουν να κάνει δύσκολες επιλογές, οι οποίες αποκαλύπτουν (και εξελίσσουν) τον χαρακτήρα του. Όσο για το τι είναι ικανός να αντιμετωπίσει, ο Άντερς είναι ένας απλός άνθρωπος που τυγχάνει να είναι εξαιρετικός στη δουλειά του: έχει αναλυτικό μυαλό και επιμονή, ωστόσο δεν είναι υπεράνθρωπος. Λογικά, κάποια στιγμή θα λυγίσει -όπως λυγίζουμε όλοι. Ωστόσο, εξαιτίας της επιμονής του μάλλον θα ξανασηκωθεί.

Όπως γράφετε στο βιβλίο σας, οι κατά συρροήν δολοφόνοι δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Σκέφτονται και δρουν έξω από το κουτί. Πως μπορείτε να μπαίνετε στο μυαλό ενός κατά συρροή δολοφόνου και να «πλέκετε» την δράση τους;

Με μία λέξη: δύσκολα. Πρέπει να βρεθεί μία τρύπα στην ανθρώπινη πλευρά του κατά συρροή δολοφόνου, μέσω των εμπειριών του και από εκεί να δημιουργηθεί ο χαρακτήρας, από τον οποίο εξαρτάται ο τρόπος που δρουν (και αντιδρούν) μέσα στην πλοκή ενός βιβλίου.

 
Νιώθετε άνεση μέσα στα πλαίσια συγγραφής ενός αστυνομικού μυθιστορήματος; Οι αναγνώστες και οι κριτικοί συμφωνούν ότι σας ταιριάζει απόλυτα. Εσείς έχετε την αίσθηση αυτή ή χρειάζεστε παράλληλα να ασχοληθείτε και με κάποιο διαφορετικό είδος;

Πιστεύω πως το αστυνομικό μυθιστόρημα μου ταιριάζει. Μέχρι στιγμής δεν έχω αισθανθεί την ανάγκη να ασχοληθώ με κάποιο άλλο είδος -και επειδή γνωρίζω ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τα κατάφερνα τόσο καλά, αλλά και επειδή τίποτα μέσα μου δεν το επιβάλλει. Γράφω, προκειμένου να πω μία ιστορία και μέχρι στιγμής, όλες οι ιστορίες μέσα μου είναι αστυνομικές.

 
Η αφήγησή σας είναι ήρεμη, χωρίς περιττό άγχος να προλάβετε να περάσετε πληροφορίες στον αναγνώστη σας. Εξιστορείτε με φυσική ροή, «ζωντανές» περιγραφές και δίνετε τόσα-όσα χρειάζεται να γνωρίζει, επηρεάζοντας απόλυτα τα συναισθήματά του. Έχετε την αίσθηση, κάποια στιγμή κατά την συγγραφική διαδικασία, ότι ξεφεύγετε από αυτό το ήρεμο κλίμα αφήγησης και προσπαθείτε να το διορθώσετε ή σας βγαίνει αβίαστα ακόμα και στις έντονες σκηνές;

Συνήθως δεν ξεφεύγω από το κλίμα αυτό. Είμαι της άποψης πως η ένταση μίας σκηνής μπορεί να περάσει ακόμη και με έναν πιο υποδόριο τρόπο, περισσότερο μέσω του διαλόγου και των μικρών λεπτομερειών στην αφήγηση. Μου αρέσει να “κλέβω” στοιχεία αφηγηματικών τεχνικών από τον κινηματογράφο. Με ελκύει περισσότερο η δράση και η ένταση που εκπορεύεται από τον διάλογο και τις συγκρούσεις (κλασικά παραδείγματα οι ταινίες που βασίζονται στα σενάρια των Aaron Sorkin και David Mamet), παρά η δράση του στυλ “Shaky camera”, όπως στο Taken, για παράδειγμα.

Θα πάρει σάρκα και οστά ο Άντερς στην μεγάλη οθόνη; Αποτελεί αυτό ένα όνειρό σας ή ένα βήμα ακόμα του χαρακτήρα του Άντερς;

Μακάρι κάποια στιγμή να γίνει κι αυτό, ωστόσο, όσο κι αν το θέλω, αυτό δεν είναι δική μου απόφαση. Μακάρι κάποιος παραγωγός να διαβάσει τα βιβλία και να ενδιαφερθεί.

 

Είστε ειλικρινής απέναντι στους αναγνώστες σας ή νιώθετε ότι κάποιες φορές τους στρέφετε προς λάθος κατεύθυνση; Έχετε μπει ποτέ στον πειρασμό;

Προσπαθώ να είμαι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα προσπαθήσω να τους δυσκολέψω- όσο δυσκολεύω και τον Άντερς. Στο αστυνομικό μυθιστόρημα ο αναγνώστης μπαίνει και αυτός στη θέση του ερευνητή, οπότε και αυτός θα αντιμετωπίσει τις ανάλογες δυσκολίες. Σχεδιάζοντας μία υπόθεση, προσπαθώ αφενός να δώσω την ευκαιρία στον αναγνώστη να τη βρει, αλλά ταυτόχρονα ναι, θα τον δυσκολέψω, θα προσπαθήσω να τον απομακρύνω από την αλήθεια, θα χρησιμοποιήσω όποιο κόλπο έχω στη διάθεσή μου για να τον δυσκολέψω σε αυτό το παιχνίδι γάτας και ποντικού. Ως αναγνώστη, αυτού του είδους τα βιβλία με ελκύουν, με ευχαριστούν περισσότερο, οπότε όταν γράφω, προσπαθώ να δώσω στους αναγνώστες μου μία ανάλογη εμπειρία.

 

Έχετε εκπληρώσει τα δικά σας συγγραφικά όνειρα ή η λίστα σας είναι γεμάτη με πολλά ακόμα;

Θέλω να πιστεύω πως δεν βρίσκομαι ούτε στα μισά.

 

Κατά πόσο πιστεύετε σε αυτό που αποκαλούμε «ταλέντο» και κατά πόσο στην σκληρή δουλειά; Αποκαλείτε τον εαυτό σας «ταλαντούχο»; Είστε εργασιομανής;

Είμαι λάτρης της σκληρής δουλειάς, μέσω της οποίας το γράψιμο μαθαίνεται και βελτιώνεται. Οι ιστορίες δεν είναι τόσο προϊόν ξαφνικής έμπνευσης, όσο καθημερινής ενασχόλησης, αμέτρητων εργατοωρών μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Το γράψιμο δεν είναι ρομαντικό, αλλά σκληρό, ανελέητο και μοναχικό. Κι ενώ δεν απορρίπτω την ύπαρξη του ταλέντου, σέβομαι κι εκτιμώ περισσότερο τη σκληρή δουλειά.

 

Έχετε επίγνωση της δικής σας επιρροής, μέσω της συγγραφικής σας δράσης, στις ζωές των αναγνωστών σας;

Δεν πιστεύω πως είναι μεγάλη. Χαίρομαι, ωστόσο, που υπάρχουν αναγνώστες που περιμένουν τις ιστορίες του Άντερς, οι οποίες μου επέτρεψαν να γνωριστώ με πολλούς υπέροχους ανθρώπους, τους οποίους σε διαφορετικές συνθήκες δεν θα είχα την ευκαιρία να συναντήσω. Σίγουρα ο Άντερς έχει μεγαλύτερη επιρροή στη δική μου ζωή και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων και σε αυτόν και στους αναγνώστες που τον αγκαλιάζουν τρία χρόνια τώρα.

 

Μπορούν οι συγγραφείς να δημιουργήσουν ένα καλύτερο αύριο για την ανθρωπότητα;

Μόνοι τους φοβάμαι πως όχι. Οι συγγραφείς λένε απλά ιστορίες που έχουν μέσα τους. Μπορεί κάποιοι να φυτέψουν τον σπόρο ενός καλύτερου μέλλοντος, ωστόσο το πότισμα και η φροντίδα του είναι ομαδική δουλειά.
Ευχαριστούμε τον συγγραφέα και τις εκδόσεις Διόπτρα για την παραχώρηση της συνέντευξης.

 

Δείτε επίσης

Βαγγέλης Γιαννίσης: «Ο χορός των νεκρών» κριτική