Η Πατρίσια Χάισμιθ στο βιβλίο της «Καταδίωξη στη Βενετία» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας, χειρίζεται ανήκουστες καταστάσεις και παράλογους χαρακτήρες που με τον απλό και απέριττο τρόπο γραφής της τούς ηρωποιεί και χωρίς προφανές κίνητρο τους χρησιμοποιεί σε μια ιστορία στην οποία δεν χωράνε ισορροπημένοι και υγιείς άνθρωποι.
Σε ένα κυνήγι που εκτυλίσσεται στη Βενετία, δυο άντρες που τους συνδέει ο ίδιος πόνος της απώλειας, αναμετρώνται σε μια κούρσα θανάτου. Με πολλά «γιατί» που γεννιούνται στο μυαλό του αναγνώστη, η συγγραφέας καταφέρνει να πλέξει μια αστυνομική ιστορία με τα περισσότερα «γιατί» να μην μένουν αναπάντητα στο τέλος των σελίδων της.
Με ισχυρότερη την ανησυχία γιατί οι ήρωές της αντιδρούν με αυτό τον τρόπο, ο αναγνώστης θέλει να γίνει μέρος της ιστορίας και να πάρει το παιχνίδι στα χέρια του ώστε, επιτέλους να συμβεί μια υγιής αντίδραση. «Παγωμένοι» χαρακτήρες, πονεμένοι από την απώλεια δρουν αψυχολόγητα, δέχονται τα χτυπήματα των άλλων ανίκανοι να αντιδράσουν σωστά, δίνοντας ένα οριστικό τέλος στο αρρωστημένο μίσος. Όταν ο αναγνώστης καταλαβαίνει και δικαιολογεί τα πάντα τότε και ο ίδιος ο χαρακτήρας καταλαβαίνει ότι το μυαλό του δεν είναι καθαρό, δίνοντας την απόλυτη δικαιολογία στον εαυτό του.
Δικαιωμένοι οι χαρακτήρες παίρνουν το τέλος που τους αξίζει και έχουν διεκδικήσει. Η νέα οδοντόβουρτσα παίρνει την θέση της παλιάς όπως και η ζωή αλλάζει προς το καλύτερο, έτσι όπως ο ίδιος ο ήρωας γίνεται ένας νέος άνθρωπος.
Το πανέμορφο ατμοσφαιρικό φόντο είναι το ιδανικό σκηνικό για τις όποιες αντιδράσεις των ηρώων της και η αστυνομική λογοτεχνία, με το γνωστό ύφος της Πατρίσιας Χάισμιθ, παρουσιάζεται στα καλύτερά της.
Η μετάφραση του Βασίλη Πουλάκου κάνει τόσο οικείο το κείμενο που ο αναγνώστης απολαμβάνει το βιβλίο, «αναπνέει» την ιστορία, σαν να έχει γραφτεί στην δική του γλώσσα χωρίς ο ίδιος να αντιδράει στην απόδοσή της στα Ελληνικά.