Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη η δίγλωσση έκδοση της ποιητικής συλλογής του Paul Celan
“Καμπή πνοής”, σε μετάφραση Μιχάλη Καρδαμίτση.
Η ποιητική συλλογή “Καμπή πνοής” (“Atemwende”) κατέχει κομβική θέση στο έργο του Paul Celan (1920-1970) και εγκαινιάζει την ύστερη περίοδο της ποίησής του. Συγχρόνως συνιστά μια αναμέτρηση με τη δυτική λογοτεχνική παράδοση, αλλά και μια επανεξέταση της έως τότε ποιητικής του. Ο ίδιος σε ένα γράμμα προς τη σύζυγό του, τη ζωγράφο και χαράκτρια Gisèle Celan-Lestrange, γράφει: «Είναι πράγματι ό,τι πιο πυκνό έχω γράψει ως τώρα, και ό,τι πιο ευρύ». Η “Καμπή πνοής” περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1963 έως τον Σεπτέμβριο του 1965, αλλά δημοσιεύθηκαν αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1967, από τις εκδόσεις Suhrkamp. «Είναι μια ημερομηνία σημαντική στη ζωή μου, γιατί αυτό το βιβλίο, από πολλές απόψεις, και προπαντός από την άποψη της γλώσσας του, σημαδεύει μια καμπή (που είναι αδύνατο να μην αντιληφθούν οι αναγνώστες)», αναφέρει σ’ ένα γράμμα προς τον γιο του Eric.
Η ελληνική δίγλωσση έκδοση περιλαμβάνει, εκτός από τα ογδόντα ποιήματα της συλλογής, δώδεκα ανέκδοτα ποιήματα της ίδιας περιόδου, τέσσερα από τα οποία παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά διεθνώς. Σε παράρτημα αναπαράγονται τα οκτώ χαρακτικά της Gisèle Celan-Lestrange, με τα οποία συνδιαλέγεται ο πρώτος κύκλος ποιημάτων της συλλογής.
“Μόλις δημοσιεύθηκαν τα ογδόντα ποιήματα της “Atemwende” το 1967, έγινε αμέσως αντιληπτό ότι μετέβαλαν τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται η ποίηση τόσο δραστικά όσο οι “Illuminations” του Rimbaud πριν από έναν σχεδόν αιώνα. Από αυτά γεννήθηκε μια φοβερή ακρίβεια. Σύμφωνα με τη διατύπωση του δυσμετάφραστου τίτλου, η πνοή της γλώσσας, ο μύχιος παλμός που διαπλέκει μια γλώσσα με το βιωμένο συγκείμενο της ιστορίας και της χρήσης της, σημείωσε καμπή στην κατεύθυνσή της. Και από τη στροφή αυτή είναι αδύνατο να υπάρξει πραγματική επιστροφή.”
George Steiner, The Times Literary Supplement
……………………………………………..
ΜΕ ΑΠΟΛΙΘΩΜΕΝΟ ΤΟ ΡΗΜΑ μὲς στὴ γροθιά,
λησμονεῖς ὅτι λησμονεῖς,
στὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ κρυσταλλώνονται
μαρμαίροντας τὰ σημεῖα τῆς στίξης,
περνώντας τὸ χτένι
σχισμένης γῆς
οἱ παύσεις καταφτάνουν καλπάζοντας,
ἐκεῖ, κοντὰ
στὴ θυομένη βάτο,
ὅπου ἡ μνήμη κορώνει,
σᾶς ἀναρπάζει τὸ ῞Ενα
φύσημα.
(σ. 137)