Γράφει η Κατερίνα Φούκα
Σενάριο: Μπεν Χόπκινς, βασισμένο σε ιδέα του Βασίλη Κατσούπη
Παραγωγή: Γιώργος Καρναβάς | Παραγωγοί: Μάρκος Κάντης, Ντρις Φλίπο
Executive Producers: Τζιμ Σταρκ, Βασίλης Κατσούπης,
Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, Τσάρλς Μπράιτκραουζ,
Μάρτιν Λιούαλντ, Ζαν Κλοντ Βαν Ράικενχεμ, Στίβεν Κίλαερ
Παίζουν: Γουίλεμ Νταφόε, Ελίζα Στούικ, Τζιν Μπέρβουτς
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Το ευρύχωρο hi-tech νεοϋρκέζικο ρετιρέ με πανοραμική θέα στον ορίζοντα της πόλης είναι
διακοσμημένο με πολυτελή έπιπλα και πολύτιμους πίνακες. Τη στιγμή που ο ληστής έργων
τέχνης Νίμο προσγειώνεται από ένα ελικόπτερο, απενεργοποιεί το σύστημα συναγερμού και
εισβάλλει, ο χώρος είναι λουσμένος στο γαλήνιο φως του ήλιου. Αναζητά πέντε πίνακες του
Egon Schiele, λείπει όμως η αυτοπροσωπογραφία, που υποτίθεται ότι κρέμεται στην
κρεβατοκάμαρα. Λίγο μετά, και όταν το υψηλής τεχνολογίας σύστημα ασφαλείας δεν μπορεί
πλέον να αφοπλιστεί, η παγίδα κλειδώνει. Ο Νίμο αναζητά διέξοδο, αλλά η βλάβη στο
ιδιαίτερα ευφυές σύστημα, κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Ο καιρός περνάει και εκείνος είναι πλέον σίγουρος ότι δεν έχει ειδοποιηθεί κανείς άλλος. Ο
Νίμο έχει εγκλωβιστεί, μόνος με τις οθόνες της κάμερας παρακολούθησης. Οι ώρες γίνονται
μέρες και οι μέρες γίνονται εβδομάδες και μήνες. Παγιδευμένος σ’ ένα χρυσό κλουβί, ο
ήρωάς μας αγγίζει τα φυσικά και συναισθηματικά του όρια. Καλείται τώρα να επιστρατεύσει
όλη την οξυδέρκεια και την εφευρετικότητά του, προκειμένου να επιβιώσει.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Βασίλη Κατσούπη αποτελεί μια
υπαρξιακή εξερεύνηση των ανθρώπινων αναγκών, της ουσιαστικής αξίας της τέχνης και της
πολυτέλειας για την ανθρώπινη ζωή. Ο βραβευμένος ηθοποιός Γουίλεμ Νταφόε είναι
απόλυτα πειστικός στο ρόλο του κλέφτη έργων τέχνης που αφήνεται στην τύχη του, χωρίς
καμία επαφή με τον έξω κόσμο, σε μια αγωνιώδη μάχη με ένα ρετιρέ που από όνειρο
μετατρέπεται σε εφιάλτη…
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Η ΙΔΕΑ
Η ιδέα για το “Inside” προέκυψε το 2010, όταν ο Βασίλης Κατσούπης γύριζε το ντοκιμαντέρ
“My Friend Larry Gus”, όπου βρέθηκε να μένει στο διαμέρισμα ενός φίλου στο Μανχάταν.
Ο χώρος ήταν τεράστιος, διακοσμημένος με αντικείμενα γνωστών σχεδιαστών, έπιπλα
τελευταίας τεχνολογίας και ακριβή τέχνη. «Καθώς περιπλανιόμουν στο σπίτι, δεν μπορούσα
να μην αναρωτηθώ για την αναγκαιότητα της τέχνης ως ένα σύμβολο της σύγχρονης ζωής,
σε αντίθεση με την αναγκαιότητά τους για την ίδια τη ζωή. Θα παρέμενε η τέχνη εξίσου
σημαντική αν δεν καλύπτονταν οι βασικές μας ανάγκες; Τι είναι η τέχνη χωρίς το περιεχόμενό
της; Μπορούμε να αποδράσουμε από αυτή την παγίδα της αλλοιωμένης θεώρησης και να
βιώσουμε μια αντικειμενική αλήθεια; Ποια θα ήταν η συνθήκη που θα πυροδοτούσε μια τέτοια
απόδραση; Θα μπορούσε η απάντηση να είναι η λυτρωτική φύση της τέχνης;», αναρωτήθηκε
ο ίδιος.
Ο σκηνοθέτης μελέτησε το κατά πόσο αυτός ο άψογος χώρος εκλεπτυσμένου βίου, με τους
αυτοματισμούς και τα διάφορα “έξυπνα” συστήματα, θα μπορούσε να στραφεί εναντίον της
ίδιας της ζωής. «Το Inside είναι μια ιστορία για ένα σπίτι και έναν άνθρωπο, όπου και οι δύο
μοιράζονται τον πρωταγωνιστικό ρόλο», εξηγεί ο Κατσούπης. «Μια ειρωνική ματιά στο πώς
τα χρυσά μας κλουβιά μπορούν να εκληφθούν ως κελιά φυλακής. Μια βίαιη θέαση της
σκοτεινής πλευράς της πολυτέλειας. Και τέλος, το εξίσου σημαντικό, μια κινηματογραφική
προσέγγιση της σύγχρονης τέχνης και τρόπου ζωής, και της ουσιαστικής της αξίας».
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Πίσω στην Αθήνα, ο σκηνοθέτης ξεκίνησε να συζητά την ιδέα με τον παραγωγό Γιώργο
Καρναβά της Heretic, και μαζί αναζήτησαν σε μεγαλύτερο βάθος τους διάφορους τρόπους
με τους οποίους θα μπορούσαν να αφηγηθούν την ιστορία. «Η ιδέα ήταν απλή και
συναρπαστική, αλλά δεν είχαμε ιδέα πώς να προχωρήσουμε», λέει ο Καρναβάς. «Αυτή
σίγουρα δεν ήταν η ταινία που θα φανταζόσουν ως ντεμπούτο ενός Έλληνα
κινηματογραφιστή.
Το εύρος και o προϋπολογισμός μιας τέτοιας ταινίας ήταν τρομακτικά. Ωστόσο, με αυτή την
ιδέα συνέβη κάτι πραγματικά μαγικό. Όταν ξεκίνησα το pitch, συνειδητοποίησα ότι είχε
απήχηση στους πάντες. Και φυσικά όλοι έλεγαν ότι αυτό που θα έκανε τη διαφορά θα ήταν η
επιλογή του κατάλληλου ηθοποιού για το ρόλο του Νίμο».
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
O σεναριογράφος Μπεν Χόπκινς θυμάται: «Μίλησα με τον Βασίλη, και μου είπε την ιστορία
ενός τύπου που παγιδεύεται σε ένα πολυτελές διαμέρισμα, και αυτό καταλήγει σε φυλακή.
Ήταν σαν την ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου, όπου ο ήρωας εγκλωβίζεται στο κέντρο μιας
πόλης, ζώντας και πεθαίνοντας μέσα στην απόλυτη χλιδή». Καθώς βούτηξε ο Χόπκινς στην
ιστορία, άρχισε να συνειδητοποιεί τις προκλήσεις που ενυπάρχουν στο να περιστρέφεται μια
ιστορία γύρω από έναν χαρακτήρα, ο οποίος δεν θα έκανε καμία συζήτηση με άλλους
ανθρώπους. «Είναι σχεδόν μια ταινία χωρίς διαλόγους, όπου έχεις μόνο έναν ηθοποιό, ένα
ρετιρέ και τη σχέση του με την τοποθεσία», λέει. «Η ταινία λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα,
μιλάει και για τη σημασία του να αποδράς από μια φυλακή. Τι σημαίνει να είσαι παγιδευμένος
σε ένα φυσικό σώμα; Eίναι εφικτό να αποδράσεις από το φυσικό κόσμο ή είμαστε
φυλακισμένοι μέσα σε αυτόν;».
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΙΜΟ (ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟΕ)
Ο Βασίλης Κατσούπης εξηγεί: «Ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν ένα έργο τέχνης που θα
διαμορφωνόταν κυρίως από τον ηθοποιό σε συνεργασία μαζί μου, μια “ζωντανή
εγκατάσταση” -εξίσου εκτεθειμένο με όλα τα άλλα στοιχεία στο ρετιρέ- που αλληλεπιδρά με το
χρόνο. Γι’ αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό η πλοκή να είναι συνυφασμένη με την
προσωπικότητα του πρωταγωνιστή, τις δικές του χίμαιρες, φόβους και την αντίληψή του για
τον κόσμο. Ο πρωταγωνιστής είναι το μοναδικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στο νόημα της
ταινίας και το κοινό και η ταινία καλεί το κοινό να επινοήσει τον χαρακτήρα καθώς εξελίσσεται.
Ποιος είναι ο Νίμο; Τι κρύβει το παρελθόν του; Έτσι, ο πρωταγωνιστής έπρεπε να διαθέτει
όλα τα εργαλεία για να κάνει αυτόν το διάλογο με το θεατή. Είναι το αίνιγμα που περιμένει να
λυθεί μέχρι το τέλος της ταινίας.», δηλώνει αναλύοντας το σκεπτικό πίσω από την επιλογή
του ηθοποιού.
«Όταν σκεφτόμασταν ποιος θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος ηθοποιός για τον Νίμο,
σκεφτήκαμε τον Νταφόε», λέει ο Καρναβάς. «Το πρόσωπό του είναι κατά κάποιον τρόπο σαν
ένα ζωντανό γλυπτό. Επικοινωνήσαμε μαζί του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας
το 2018, όταν ο Γουίλεμ παρουσίαζε την ταινία At Eternity’s Gate. Του δώσαμε το πρώτο
προσχέδιο μέσω του executive producer Τζιμ Σταρκ, και έμεινα εξαιρετικά έκπληκτος όταν
έμαθα ότι βρήκε χρόνο να το διαβάσει μέσα σε δύο εβδομάδες».
Σχετικά με την πρώτη του εντύπωση για το έργο, ο Νταφόε θυμάται: «Όταν διάβασα το
σενάριο, μου φάνηκε πολύ ιδιαίτερο από την άποψη ότι κατά βάσει είναι ένα άτομο που
αλληλεπιδρά με μια κατάσταση χωρίς να υπάρχει μεγάλο κείμενο, οπότε αυτό το στήσιμο
ήταν πραγματικά ενδιαφέρον για μένα. Μου άρεσε να συνεργάζομαι με τον Βασίλη, γιατί ενώ
ήταν μια δική του ιδέα, στη συνέχεια με έστειλε έξω ως το σώμα του, το πρόσωπό του, για να
ζήσω αυτή τη φαντασίωση».
Ο Καρναβάς προσθέτει: «Ο Γουίλεμ είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος
που αγκαλιάζει καλλιτεχνικά ρίσκα και κάνει άλματα πίστης. Η υποστήριξή του από την αρχή
ήταν αυτό που μας καθόρισε, μας έδωσε θάρρος και σιγουριά ότι φτιάχνουμε κάτι σημαντικό
και ενδιαφέρον. Αυτός έκανε δυνατή την πραγματοποίηση αυτής της ταινίας».
ΝΤΑΦΟΕ ΚΑΙ ΝΙΜΟ
«Όταν κάνεις γυρίσματα σε πραγματικό χρόνο, αφήνεσαι ελεύθερος», γελάει ο Νταφόε.
«Αφήνεις τα μαλλιά σου, τα νύχια σου να μεγαλώσουν. Γίνεσαι βρώμικος. Ίσως χάνεις λίγο
βάρος στα γυρίσματα της ταινίας, επειδή ξέρεις ότι έχεις κάτι σαν προσδοκία για το πού
θέλεις να καταλήξεις, οπότε αυτή η μεταμόρφωση είναι πολύ απτή. Κάθε μέρα, γίνεσαι πιο
σκληρός και μπαίνεις πιο βαθιά μέσα σε αυτό με το σώμα σου, την εμφάνισή σου και τη
μυρωδιά σου».
Αναλογιζόμενος την εμπειρία του χαρακτήρα του κατά τη διάρκεια της ταινίας, λέει ότι ο Νίμο
καταλήγει να κινείται σε κάποια ίσως απροσδόκητα δημιουργικά και πνευματικά μέρη προς
το τέλος της ιστορίας. «Η ταινία είναι ένας διαλογισμός για το τι χρειάζονται και τι αναζητούν
οι άνθρωποι στη ζωή», λέει. «Έχεις έναν τύπο σαν τον Νίμο που βγαίνει από την κανονική
του ζωή και πέφτει σε μια κατάσταση όπου σιγά-σιγά του αφαιρούνται όλες οι κανονικές του
συνήθειες και απολαύσεις. Είναι μια μελέτη για το τι χρειάζονται οι άνθρωποι και τι τους
κρατάει σε εγρήγορση, όταν τους αφαιρούνται τα πράγματα στα οποία προσκολλώνται, πού
πηγαίνει το μυαλό τους, πού πηγαίνουν τα συναισθήματά τους».
THE ART INSIDE
Οι προηγούμενες σπουδές του Βασίλη Κατσούπη στα εικαστικά σήμαιναν μια βαθιά γνώση
τόσο της σύγχρονης όσο και της κλασικής τέχνης, αλλά και ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα
για το τι ήθελε να μεταφέρει στην οθόνη. Η συλλογή έργων τέχνης που παρουσιάζεται στον
έτερο «πρωταγωνιστή» του Inside, το ρετιρέ, παίζει θεμελιώδη ρόλο στην αφήγηση και
μέσω αυτής, ο σκηνοθέτης ήλπιζε να εξερευνήσει την εξέλιξη της σχέσης του πρωταγωνιστή
με την τέχνη μέσα σε αυτό το χρυσό κλουβί, καθώς και την αξία τέτοιων έργων όταν
πεθαίνεις από την πείνα…
Η δημιουργική ομάδα της ταινίας συνεργάστηκε για την επιλογή της συλλογής με τον Ιταλό
επιμελητή τέχνης Leonardo Bigazzi, μια διαδικασία παρόμοια με την επιμέλεια μιας εικονικής
έκθεσης. «Η πρόκληση του πώς να το πετύχουμε ήταν τεράστια», λέει ο παραγωγός Γιώργος
Καρναβάς. «Ήταν ένα έργο μέσα σε ένα έργο. Και πραγματικά ξέραμε ότι έπρεπε να το
προσεγγίσουμε πολύ σοβαρά, με ακαδημαϊκό τρόπο, και να επιδιώξουμε κάτι θεαματικό. Το
2020, είχα συνεργαστεί με τον Leonardo Bigazzi σε μια ταινία και γνώριζα τις ικανότητές του,
απλώς δεν περίμενα ποτέ αυτό που τελικά μας προσέφερε. Διάβασε το σενάριο και
επέστρεψε με μια πρόταση που ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη. Πρότεινε να προσεγγίσουμε
μερικούς από τους κορυφαίους εν ζωή καλλιτέχνες στον κόσμο και να τους κάνουμε μέρος
της επιμέλειας μιας συνεκτικής εικονικής έκθεσης”.
Η συλλογή περιέχει έργα από ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών μέσων όπως ζωγραφική,
γλυπτά, φωτογραφία, σχέδια, εγκαταστάσεις και βίντεο, και εξελίσσεται από την
παραστατική ζωγραφική σε αφηρημένα και εννοιολογικά έργα, με ιδιότητες που
παραπέμπουν στην αρχιτεκτονική. Τα έργα τέχνης στο ρετιρέ του Inside βρίσκονται όλα σε
ιδιωτικές συλλογές και δεν εκτίθενται σε μουσεία, ακριβώς για να υποστηριχθεί με έμφαση η
ιδέα ότι ο συγκεκριμένος συλλέκτης θα μπορούσε όντως να έχει στην κατοχή του ολόκληρη
τη συλλογή.
«Ο πυρήνας της συλλογής αποτελείται από ένα συνδυασμό διάσημων δασκάλων της
σύγχρονης τέχνης, όπως ο Egon Schiele, και εμβληματικά σύγχρονα έργα από καλλιτέχνες
της πρώτης γραμμής, όπως ο Maurizio Cattelan, ο John Armleader και Francesco Clemente.
Η συλλογή ολοκληρώνεται με μια σειρά έργων από πολύ γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο
Adrian Paci και ο Masbedo, καθώς και από εκπροσώπους μιας νεότερης γενιάς που
πρόσφατα έλαβαν σημαντική διεθνή αναγνώριση, όπως οι Petrit Halilaj, Alvaro Urbano,
Maxwell Alexandre, David Horvitz και Joanna Piotrowska», λέει ο Leonardo Bigazzi.
Ανάμεσα σε άλλα, η συλλογή περιλαμβάνει και ένα έργο του «δικού μας» εικαστικού
Στέφανου Ρόκου, τον μοναδικό ζωγραφικό πίνακα με ελληνική υπογραφή που έγινε κατά
παραγγελία για τις ανάγκες της ταινίας.
Μάθετε περισσότερα για την ταινία: Official Website | Facebook | Twitter | Instagram
ΑΠΟ 9 ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ TULIP