,

Είδαμε την παράσταση ««Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα»

Από την Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

Τί είναι η πρόοδος; Πόσο υφίσταται η λέξη αυτή ως αξία σ’ένα κόσμο που έχει κατακερματιστεί από τους πολέμους; Αυτά τα εύστοχα ερωτήματα θίγει το έργο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του συγγραφέα Ματέι Βίζνιεκ με το οποίο καταπιάνεται φέτος η ομάδα  The Young Quill στο θέατρο Μπέλλος. Μια συγκλονιστική παράσταση για την οποία δικαιώς μιλάει όλη η θεατρική Αθήνα και δεν γινόταν να μην παρακολουθήσουμε.

Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τη συγγραφή του βραβευμένου έργου (πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν το 2009) κι όμως αυτό παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. Ο Ρουμάνος συγγραφέας εμπνέεται από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και μέσα από το έργο του, δίνει χώρο στην ανθρώπινη ψυχή να πενθήσει την ύπαρξη της που ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να χαθεί, αν «ο ισχυρός» το θελήσει.

Η πλοκή της ιστορίας (εξαιρετική η μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη) αφορά τον Βίγκαν και τη Γιάσμινσκα που επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιου που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία αναζητώντας τρόπους  να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί,  δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεχασμένο από όλους -από το κράτος, τους διεθνείς φορείς, τους φίλους, τους συγγενείς ακόμα και από την ίδια τη ζωή- και μη έχοντας δικαίωμα διεκδικήσεων, καθώς στερείται οικονομικών πόρων, το ζευγάρι αποφασίζει να ανακαλύψει μόνο του το νήμα της οικογενειακής του ιστορίας. Μέσα από την προσωπική τους διαδρομή, προκύπτει η ιστορία της πολεμικής φρίκης ολόκληρου του 20ου αιώνα.   

Την εξαιρετική σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου που κατόρθωσε να παντρέψει επί σκηνής στοιχεία ρεαλισμού, υπερρεαλισμού και θεάτρου του παραλόγου κάνοντάς τα να φαίνονται απολύτως ομαλά στα μάτια του θεατή. Παράλληλα, κατόρθωσε να αναδείξει όλα τα μηνύματα του έργου με ειλικρίνεια χωρίς να πέσει στην παγίδα υπερβολών ισορροπώντας έξυπνα τις περισσότερες φορές ανάμεσα στο δραματικό στοιχείο και το γκροτέσκο. Καίριοι αρωγοί στο συνολικό της εγχείρημα ο σπουδαίος της θίασος που ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω στις απαιτήσεις των πολλαπλών ρόλων τους, η σκηνογραφία αλλά και η κινησιολογία της παράστασης.

Υποκριτικά, δεν έχουμε να πούμε πολλά για τη θεατρική ομάδα. Μόνο να τους κάνουμε μια βαθιά υπόκλιση για την αρτιότητα, τη σοβαρότητα και το πάθος τους επί σκηνής. Δεν περιμέναμε άλλωστε τίποτα λιγότερο από τη Μάνια Παπαδημητρίου και το Δημήτρη Πετρόπουλο που υποδύονται τους δυο κεντρικούς ήρωες της Γιασμίνσκα και του Βίγκαν αντίστοιχα. Η πολυετής εμπειρία τους φάνηκε στην έντονη εκφραστικότητά τους που έκανε το συναίσθημά τους να ξεχειλίζει και μαζί του και το δικό μας. Εξαιρετικός μας φάνηκε ο Τάσος Λέκκας στο ρόλο του Βίμπκο μεταπηδώντας με τεράστια άνεση από τον κόσμο των ζωντανών στους νεκρούς και τούμπαλιν επιτυγχάνοντας μια παράλληλη αφήγηση. Μας κατέπληξε ο Αλέξανδρος Βάρθης στους πολλαπλούς και απόλυτα αντιφατικούς ρόλους που καλέστηκε να υποδυθεί επί σκηνής. Τη μια στιγμή ήταν ένα στυγνό μέλος του κρατικού μηχανισμού και το επόμενο λεπτό μεταμορφωνόταν σ’έναν άπληστο μαυραγορίτη χωρίς έλεος, σ’ ένα αδίστακτο νταβατζή και σ’ένα πελάτη πορνείου. Τα εκφραστικά του μέσα ήταν πολλά και οι μεταμορφώσεις του άκρως εντυπωσιακές. Μας κέρδισε και η Ελίζα Σκολίδη με την πλαστικότητά της, τις χορευτικές της δυνατότητες ως pole dancer (σπουδαία η δουλειά της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη στις χορογραφίες) και το σπαραχτικό της τραγούδι αλλά και με την υποκριτική της δεινότητα στο ρόλο της γριάς γειτόνισσας που άγγιζε όμως σε σημεία την υπερβολή.

Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται αδιαμφισβήτητα στη σκηνογραφία της Μυρτώ Σταμπούλου και τον έντονα συμβολικό της χαρακτήρα. Ένα πριονισμένο τραπέζι στο οποίο δεν ισορροπεί πια τίποτα, ένα σκοινί γεμάτο ματωμένα πουκάμισα νεκρών ανθρώπων και μια λεπτή γραμμή χώματος στο οποίο οριοθετούνται χώρες και μεγαλώνουν λουλούδια που ποτίζονται με χρήματα έφταναν για να αποτυπώσουν ένα σκηνικό καταστροφής και εγκατάλειψης. Πολλά συγχαρητήρια!

Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε την Ειρήνη Γεωργακίλα που επιμελήθηκε τα ευρηματικά κοστούμια της παράστασης(καθηλωτική η είσοδος των προσφύγων) αλλά και τον Κωστή Μουσικό για τους στοχευμένους του φωτισμούς που συντέλεσαν στην σκοτεινή ατμόσφαιρα της παράστασης.

«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» είναι μια παράσταση με ουσία, ταυτότητα, δυνατές ερμηνείες και ώριμη σκηνοθετική προσέγγιση. Αξίζει λοιπόν να την παρακολουθήσουμε και να προβληματιστούμε πώς θα βάλουμε ένα τέλος στην καταστροφικότητα των πολέμων.

Καλή σας θέαση!