Είδαμε την παράσταση “Λυσσασμένη Γάτα”

Από την Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

Ένα κορυφαίο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας παρακολουθήσαμε το βράδυ της Πέμπτης στο κέντρο της Αθήνας. Ο λόγος για τη βραβευμένη με Πούλιτζερ “Λυσσασμένη Γάτα” του σπουδαίου Τενεσί Ουίλιαμς που ανεβαίνει φέτος στο θέατρο Αθηνά σε απόδοση, εικαστική και μουσική επιμέλεια αλλά και μια ιδιαίτερη σκηνοθετική προσέγγιση του Δημοσθένη Παπαδόπουλου.

Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία έργα του Αμερικανού συγγραφέα που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1957 στη Νέα Υόρκη σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν και έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία με πρωταγωνιστές την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Πολ Νιούμαν. Το έργο εξερευνά τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής με σκληρή ειλικρίνεια και αποκαλύπτει τις σκοτεινές πτυχές των σχέσεων, τα ανείπωτα πάθη και τις κοινωνικές συμβάσεις που καταπνίγουν τα αληθινά συναισθήματα.

Η πλοκή της ιστορίας μας μεταφέρει στο πατρικό σπίτι μιας οικογένειας όπου τα μέλη της έχουν μαζευτεί για να γιορτάσουν τα γενέθλια του πάτερ φαμίλια, ο οποίος πάσχει από καρκίνο και έχει μικρό υπόλοιπο ζωής αλλά δεν το γνωρίζει. Η σύζυγός του παίζει καλά το ρόλο της μάνας που εθελοτυφλεί προσπαθώντας να κρατήσει μακριά τις εντάσεις από την οικογένειά της αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο Μπρικ, ο μικρότερος γιος της οικογένειας είναι αλκοολικός και παραιτημένος απ’ τη ζωή ενώ δεν έχει καμία ερωτική ζωή με την γυναίκα του, Μάγκι. Ο Κούπερ είναι ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, παντρεμένος με 4 παιδιά και διεκδικεί ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του πατέρα ενώ σύμμαχός του σε όλο αυτό είναι η άπληστη και υστερική ετοιμόγεννη σύζυγός του, Μέι. Το ψέμα, η υποκρισία, η σκληρότητα και η βία αρχίζουν αυτό το βράδυ να βγαίνουν στην επιφάνεια. Οι μάσκες πέφτουν, όλα γκρεμίζονται ενώ ο θάνατος και η αλήθεια τους κυκλώνουν από παντού.

Ένα έργο γεμάτο εσωτερικές συγκρούσεις που αν και γράφτηκε το 1955, θίγει ανοιχτά θέματα σεξουαλικής ταυτότητας και παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα χάρη στις θεματικές του που μετατρέπονται σε σπαρακτικά βιώματα και κραυγές αγωνίας επί σκηνής σε μια προσπάθεια αναζήτησης πρωτίστως του εαυτού μας.

Την απόδοση, τη σκηνοθεσία αλλά και την εικαστική και μουσική επιμέλεια της παράστασης υπογράφει ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος που έστησε αναμφισβήτητα ένα ατμοσφαιρικό θέαμα με εντάσεις που κλιμακώνονταν σταδιακά κάνοντας τον θεατή να παραμένει στη θέση του με κομμένη την ανάσα. Έδωσε έμφαση στον εμβληματικό λόγο του Τενεσί Ουίλιαμς σεβόμενος απόλυτα τα νοήματα του συγγραφέα και αφήνοντας χώρο στους ήρωες να αποκαλύψουν τα τραύματά τους αλλά και τα καταπιεσμένα τους συναισθήματα. Η επιλογή του μάλιστα να μεταφέρει μέρος της δράσης στο χώρο των θεατών, βοήθησε στην αμεσότερη ταύτιση του κοινού με τον ψυχισμό των πρωταγωνιστών.

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος επέλεξε ορθά να αποτυπώσει το σκηνικό της παράστασης μέσα από ένα κενό ορθογώνιο κουτί και δεκάδες άδεια μπουκάλια ποτών. Το σκηνικό αυτό εγκλώβιζε τους χαρακτήρες στη δίνη των ψεμμάτων και της υποκρισίας τους ωθώντας τους κάποια στιγμή να ξεσπάσουν. Όσο για τη μουσική επιμέλεια της παράστασης και τις επαναλαμβανόμενες νότες που ακούγονταν στα πιο κομβικά σημεία της εξέλιξης, συντέλεσαν σίγουρα στην επίκληση του συναισθήματος των θεατών φορτίζοντας κι άλλο την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.

Αρωγός στο όλο εγχείρημα ήταν τα κοστούμια του Δημήτρη Ντάσσιου που αποτύπωναν επακριβώς το κοινωνικό status των ηρώων αλλά και οι εκπληκτικοί φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη που κλέβουν κυριολεκτικά την παράσταση. Οι προβολείς με τις λευκές δέσμες φωτός δημιουργούν σκιές που τονίζουν ακόμη πιο έντονα τα σκοτάδια των ηρώων και τα ψυχικά τους βάρη ενισχύονταν τις αντιθέσεις και κάνονας την αλήθεια να μοιάζει ακόμη πιο οδυνηρή ακόμη και στο άκουσμά της.

Επί σκηνής απολαύσαμε ένα δυνατό καστ ηθοποιών που μας χάρισαν αξιοσημείωτες ερμηνείες. Ξεχωρίσαμε τον Πέτρο Λαγούτη που μεταμορφώθηκε κυριολεκτικά στον Μπρικ, το μικρότερο γιο της οικογένειας. Η στάση του σώματος του ηθοποιού καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης έδειχνε τη σωματική και ψυχική ανημποριά του χαρακτήρα του να κοιτάξει τη ζωή κατάματα και να την αντιμετωπίσει. Η τραγικότητα της ερμηνείας του αλλά και οι σπαρακτικές του σιωπές μας συγκλόνισαν. Από την άλλη, η Μάρθα Λαμπίρη Φεντόρουφ στο ρόλο της Μάγκι, κάθε άλλο παρά “λυσσασμένη γάτα” μας φάνηκε αλλά αυτό δεν είναι και απαραίτητα κακό. Έδωσε στην ηρωίδα της μια άλλη διάσταση πείθοντάς μας εντέλει για τις καταπιεσμένες της ανάγκες και την επιθυμία της να αγαπηθεί και να νιώσει ποθητή. Η παρουσία της ήταν δυναμική και η ομορφιά της μας σαγήνευσε.

 Εξαιρετικός ήταν ο Γιάννης Βούρος στο ρόλο του πατέρα. Η παρουσία του στο έργο είναι κομβική και επηρεάζει τις ζωές και τις συμπεριφορές όλων γύρω του καθώς εξαρτώνται οικονομικά και συναισθηματικά από εκείνον. Ο έμπειρος ηθοποιός διανύει όλο το τόξο του χαρακτήρα του καταλήγοντας σε τεράστιες εκρήξεις σε μια προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω του την οικογενειακή υποκρισία ετών αποδεικνύοντας πως υπάρχει τέλμα σε κάθε είδους επικοινωνία. Η σκηνή του με τον Μπρικ και η διένεξη μεταξύ τους είναι από τις κορυφαίες του έργου. Δουλεμένη και η ερμηνεία της Μαρίας Κατσανδρή στο ρόλο της μάνας που ενδιαφέρεται πάνω από όλα για την εικόνα της και την αποδοχή της από τον περίγυρό της κλείνοντας τα μάτια στις πραγματικές διαστάσεις των πραγμάτων και στο χάος που επικρατεί ανάμεσα στις σχέσεις της οικογένειάς της. Εύστοχες επιλογές ήταν και ο Κώστας Ανταλόπουλος με την Μένη Κωνσταντινίδου στους ρόλους του Κούπερ και της Μέη αντίστοιχα. Οι ηθοποιοί απέδωσαν με ακρίβεια την απληστία των ηρώων τους και τη φιλοδοξία τους για υλικά αγαθά πυροδοτώντας την πλοκή με εντάσεις και φλερτάροντας συχνά με την γκροτέσκο εκδοχή τους.

Η “Λυσσασμένη Γάτα” του Τενεσί Ουίλιαμς ευτυχεί στα χέρια του Δημοσθένη Παπαδόπουλου που αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο τις παθογένειες της οικογένειας επιτυγχάνοντας ακόμη και με τις σιωπές να κάνει τις κραυγές του ψυχισμού των ηρώων να ηχούν εκκωφαντικά. Εσείς πόση αλήθεια μπορείτε ν’ αντέξετε; Μια επίσκεψη στο θέατρο Αθηνά θα σας δώσει τις απαντήσεις.

Καλή σας θέαση!