,

Είδαμε την παράσταση «Λυσσασμένη Γάτα»

Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

Ήθελα από καιρό να δω αυτήν την παράσταση και χαίρομαι που τα κατάφερα έστω και λίγες μέρες πριν πέσει η αυλαία. Δεν σας κρύβω άλλωστε πως ο Τενεσί Ουίλιαμς είναι ο αγαπημένος μου ξένος θεατρικός συγγραφέας. Η «Λυσσασμένη Γάτα» είναι ένα από τα σπουδαία του έργα, το οποίο όμως δεν συναντάμε τόσο συχνά στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Φέτος, ο ταλαντούχος Νικορέστης Χανιωτάκης ανέλαβε το στοίχημα της μετάφρασης και της σκηνοθεσίας του εξαιρετικού αυτού κειμένου και μας το παρουσιάζει στο θέατρο Θησείον με ένα εκλεκτό καστ ηθοποιών. Πώς θα μπορούσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να το παρακολουθήσουμε;

Οι ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς έχουν κάτι μαγικό που προσελκύει το θεατή. Είναι πληγωμένοι, αφημένοι στη μοίρα τους και παρασυρμένοι από τους προσωπικούς τους δαίμονες, κουβαλούν τη μυρωδιά της ήττας και της παραίτησης αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο σαγηνευτικοί και ολοκληρωμένοι που δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω τους. Αυτό συμβαίνει και στη «Λυσσασμένη Γάτα» που θέτει στο στόχαστρό της τα μέλη μιας οικογένειας, εξετάζοντας σε βάθος τις διαπροσωπικές σχέσεις των ζευγαριών και καταδεικνύοντας πως μόνο με την αποδοχή της προσωπικότητας του άλλου μπορεί να διασωθεί ένας έρωτας που ξεκίνησε από την ειλικρινή έλξη και των δύο. Ο συγγραφέας, μέσα στο κείμενό του, θίγει τα ζητήματα του αλκοολισμού, της υποκρισίας μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις, το ρόλο της στειρότητας και της γονιμότητας στη σχέση ενός ζευγαριού αλλά και τα όρια της αντρικής φιλίας που συχνά φλερτάρει με την ομοφυλοφιλία.

Η ιστορία της «Λυσσασμένης Γάτας» μας ταξιδεύει στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Εκεί, σε μια πλούσια αγροικία, η οικογένεια Πόλιτ συγκεντρώνεται για τα 65α γενέθλια του Big Daddy, ο οποίος αγνοεί ότι είναι βαριά άρρωστος. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών, μια σειρά γεγονότων φέρνει στο φως γιατί ο μικρός γιος Μπρικ δεν κάνει παιδιά με την πανέμορφη σύζυγό του, Μάγκι και έχει επιλέξει για μόνιμη συντροφιά του το ποτό. Ο μεγάλος γιος, Γκούπερ, ετοιμάζεται να γίνει για έκτη φορά πατέρας και ζητά το μερίδιο της κληρονομιάς που θεωρεί ότι του αναλογεί. Οι ενδοοικογενειακές διαμάχες και -κυρίως – η σύγκρουση του Μπιγκ Ντάντι με τον Μπρικ θα αλλάξει τις ζωές όλων.

Η σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ακολουθεί ασφαλή μονοπάτια, στην ουσία είναι αρκετά τολμηρή δίχως όμως να υπερβαίνει τα όρια και τα μηνύματα της ποιητικής γραφής του Ουίλιαμς. Η επιλογή του σκηνοθέτη να στεγάσει την παράστασή του στην ιδιαίτερη μακρόστενη σκηνή του θεάτρου Θησείον είναι από μόνη της πρωτοποριακή αφού η στέρηση του βάθους, ώθησε τους ηθοποιούς να έχουν ακόμη πιο στενή επαφή τόσο μεταξύ τους όσο και με τους θεατές αφού εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις μαζί τους, τους ώθησαν ακόμη περισσότερο μέσα στην πλοκή του έργου.

Μας εξέπληξε πολύ ευχάριστα η έξυπνη κινηματογραφική προσέγγιση του Νικορέστη Χανιωτάκη σε κάποια στιγμιότυπα της παράστασης με την παράλληλη εξέλιξη της δράσης σε δυο χώρους ταυτόχρονα. Ενδιαφέρουσα βρήκαμε και την επιλογή του σκηνοθέτη να εστιάσει στην ύστατη προσπάθεια του κεντρικού ζευγαριού για μια ειλικρινή ανακωχή με φόντο την γκροτέσκο υποκριτική συμπεριφορά των υπόλοιπων μελών της οικογένειας που παρελαύνουν μέσα στην κρεββατοκάμαρα του ζεύγους, φέρνοντας έτσι τους κεντρικούς ήρωες στα όριά τους. Τέλος, παρατηρήσαμε πως ο ψυχολογικός ρεαλισμός που επιτάσσει η πένα του συγγραφέα, υπηρετήθηκε άψογα από τον σκηνοθέτη αποφεύγοντας τον εμφανή κίνδυνο να μετατραπούν οι ασφυκτικές σχέσεις των ηρώων σε μελόδραμα.

Δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε στο πηγαίο ταλέντο της Μαρίας Κίτσου που ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μάγκι. Στην ουσία, η ηθοποιός που χρησιμοποίησε με μαεστρία όλα τα εκφραστικά της μέσα, είναι η ίδια η λυσσασμένη γάτα που προσπαθεί να σταθεί όσο περισσότερο αντέχει πάνω στη στέγη της. Η Μάγκι αγωνίζεται με όλες τις δυνάμεις της για να κερδίσει πίσω το ενδιαφέρον του άντρα της και να σώσει το γάμο της. Δεν διστάζει μάλιστα να τα βάλει με όλα τα μέλη της οικογένειας του συζύγου της υπερασπίζοντας και δικαιολογώντας τις λανθασμένες του επιλογές. Η Μαρία Κίτσου μας χάρισε μια Μάγκι ευαίσθητη, άκρως ερωτική που φτάνει στα άκρα για να πετύχει το σκοπό της και στο τέλος τα καταφέρνει. Η ηρωίδα της αντιπροσωπεύει την ίδια τη ζωή και τις διακυμάνσεις της. Η συγκλονιστική εκρηκτική ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου δικαίως κέρδισε τις εντυπώσεις και το θερμότερό μας χειροκρότημα.

Άρτιος στο ρόλο του Μπρικ και ο Ορέστης Τζιόβας που η προσέγγιση του ήρωά του δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση. Ο Μπρικ είναι ένας άνθρωπος απογοητευμένος, πληγωμένος από την ίδια τη ζωή και αηδιασμένος από την υποκρισία των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Βρίσκει παρηγοριά στο αλκοόλ για να κοιμίζει τη συνείδησή του,αρνούμενος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και τις αληθινές διαστάσεις των γεγονότων. Έτσι είναι μονίμως σε μια κατάστασης μέθης και διαρκούς άρνησης για οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης. Ο Ορέστης Τζιόβας προσέγγισε με προσοχή τον ήρωά του, αγκαλιάζοντας σε βάθος τα πάθη και τις αδυναμίες του. Έτσι, κατάφερε εν τέλει να μας πείσει για την εσωτερική του διάλυση.

Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς ξεχωρίσαμε το Νικήτα Τσακίρογλου στο ρόλο του Μπιγκ Ντάντι που αν και αρχικά ήταν αρκετά υποτονικός, στο δεύτερο μέρος του έργου και συγκεκριμένα μετά την αποκάλυψη της ασθένειάς του, έδειξε την απαιτούμενη δυναμική που άρμοζε σε έναν αρχηγό πατριαρχικής οικογένειας. Αξιοπρεπής και η ερμηνεία της Ελένης Κρίτα στο ρόλο της Μπιγκ Μάμα. Η εμπειρία της ηθοποιού την βοήθησε να αποδώσει το ρόλο της με μια δόση χιούμορ που ήταν απαραίτητη για να ελαφρύνει στιγμιαία το βαρύ κλίμα του έργου. Πολύ αξιόλογη βρήκαμε και την ερμηνεία της Μπέτυς Αποστόλου στο ρόλο της νευρωτικής άπληστης νύφης Μέη. Η ερμηνεία της είχε αρκετές εντάσεις και φλέρταρε έντονα με την καρικατούρα, κάτι όμως που στο συγκεκριμένο ρόλο απαιτούνταν για να διαταραχθούν ακόμη περισσότερο οι ισορροπίες του κεντρικού ζευγαριού.

Ξεχωρίσαμε τα σκηνικά της Έλλης Λιδωρικιώτη που ήταν εναρμονισμένα τόσο στην εποχή όσο και στην οικονομική κατάσταση των ηρώων και έβαζαν τον θεατή στον κόσμο του συγγραφέα προτού καν ξεκινήσει η παράσταση. Εύστοχοι και οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα που βοήθησαν εμφανώς στη διάκριση των σκηνικών χώρων και ενίσχυσαν την δραματικότητα όπου απαιτούνταν.

Αν εξαιρέσουμε τη λανθασμένη απουσία διαλείμματος, στο σύνολό της η «Λυσσασμένη Γάτα» είναι μια καλοδουλεμένη παράσταση με δυνατές ερμηνείες που αξίζει να παρακολουθήσετε για να απολαύσετε τον ποιητικό λόγο του συγγραφέα σε συνδιασμό με τη φρέσκια σκηνοθετική ματιά του Νικορέστη Χανιωτάκη. Σας την προτείνω.

Καλή σας θέαση!