,

Είδαμε την παράσταση «Το παιχνίδι του δολοφόνου»

Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

Πόσο πιθανό μπορεί να είναι το να μπλεχτούμε στο παιχνίδι ενός δολοφόνου και πόσο εύκολο να τον ανακαλύψουμε και να βγούμε νικητές μέσα από όλη αυτή την ιστορία; Αναφερόμαστε φυσικά στη νέα θεατρική δουλειά του Θανάση Παπαθανασίου και του Μιχάλη Ρέππα που φέρνει φέτος έναν αέρα μυστηρίου στη σκηνή του θεάτρου Ήβη.

«Το παιχνίδι του δολοφόνου» είναι η πρώτη συγγραφική απόπειρα του επιτυχημένου διδύμου σε αστυνομικό έργο αποτιμώντας παράλληλα ένα φόρο τιμής στην παγκοσμιώς γνωστή Αγκάθα Κρίστι αλλά και στο δικό μας Γιάννη Μαρή. Το θεατρικό έργο μας ταξιδεύει στην Αθήνα του 1959. Συγκεκριμένα, η πλοκή διαδραματίζεται σε μια έπαυλη της Κηφισιάς. Όλα ξεκινούν όταν ο εφοπλιστής Παύλος Μαυρίδης βρίσκεται δολοφονημένος στο σαλόνι του σπιτιού του. Στη σκηνή βρίσκονται επτά πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος. Επτά ύποπτοι που έχουν σημαντικά κίνητρα αλλά και ατράνταχτα άλλοθι για το φόνο. Το μυστήριο της δολοφονίας καλείται να λύσει ο αστυνόμος Στεφανίδης. Ποιός κρύβεται τελικά πίσω από το φόνο του Παύλου Μαυρίδη;

Πρόκειται για ένα καλοστημένο έργο που κινείται ανάμεσα σε ένα κλίμα φόβου, αγωνίας και παγιδευμένου ερωτισμού, βυθισμένο στην ομίχλη του μυστηρίου ενός φόνου χωρίς ένοχο. Το έργο κρατάει σε διαρκή εγρήγορση τον θεατή καθώς οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη. Ο θεατής μπαίνει άλλοτε ηθελημένα κι άλλοτε άθελά του σε μια κατάσταση διαρκούς ανάκρισης, αναλαμβάνοντας χρέη αστυνομικού και προσπαθώντας να ανακαλύψει το δολοφόνο του εφοπλιστή μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης. Επίσης, παρατηρήσαμε πως οι ισχυρές δόσεις μαύρου χιούμορ που διαθέτει το κείμενο κατόρθωσαν να ελαφρύνουν το κλίμα του έργου στα κατάλληλα σημεία.

Το συγγραφικό δίδυμο Ρέππα – Παπαθανασίου υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης που αναδεικνύει πλήρως το κείμενο του έργου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η δράση περιορίστηκε σε ένα μόνο χώρο που ήταν παράλληλα και ο τόπος του εγκλήματος. Αυτό συνέβη για να δοθεί έμφαση στον κλοιό που στενεύει γύρω από τον ένοχο αλλά και για να παρατηρηθούν εκτενέστερα οι αντιδράσεις στη συμπεριφορά των υπόπτων σε κάθε νέο δεδομένο της υπόθεσης. Επιπλέον, οι παύσεις, η εξαιρετική μουσική ανάμεσα στην εναλλαγή των σκηνών και οι στοχευμένοι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα λειτούργησαν καταλυτικά στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας.

Στο σύνολό τους, οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν εξαιρετικές. Ξεχωρίσαμε όλες τις γυναίκες της παράστασης τόσο για τις γοητευτικές τους παρουσίες όσο και για την ερμηνευτική τους δεινότητα. Η Ελισάβετ Μουτάφη στο ρόλο της Κλαίρης ενσάρκωσε μοναδικά τη γυναίκα αράχνη με τον καυστικό λόγο, η άκρως γοητευτική Ευαγγελία Συριοπούλου μας έπεισε για τις ύπουλες προθέσεις της ενώ η Σύλβια Δελικούρα κυριολεκτικά «κεντούσε» επί σκηνής στο ρόλο της Ντέπης. Η ενέργειά της ήταν αξιοζήλευτη.

Από τις αντρικές παρουσίες, ξεχωρίσαμε τον μοναδικό Αλέξανδρο Αντωνόπουλο στο ρόλο του αστυνόμου Στεφανίδη. Το παίξιμο του ήταν τόσο φυσικό αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά το ταλέντο και την πολυετή του εμπειρία στο χώρο της υποκριτικής. Λατρέψαμε και το Μιχάλη Μαρίνο που στη συγκεκριμένη παράσταση ερμηνεύει το ρόλο του Γιάννη που αποδεικνύεται ρόλος κλειδί για την παράσταση. Η ερμηνεία του ηθοποιού ήταν πειστική και ανεπιτήδευτη. Άλλωστε, τα θεατρικά του βήματα είναι πάντα προσεγμένα και κάθε φορά δείχνουν τη μεγάλη του εξέλιξη.

Τα σκηνικά της Παναγιώτας Κοκορού ήταν ιδιαιτέρως λιτά για τα οικονομικά δεδομένα της οικογένειας του έργου. Ωστόσο, τα κοστούμια της Έβελυν Σιούπη μας έπεισαν για την οικονομική ευμάρεια αλλά και τις στυλιστικές συνήθειες της εποχής.

Υπάρχει τελικά τέλειο έγκλημα; Μπείτε στον πειρασμό να το ανακαλύψετε και να επισκεφτείτε το θέατρο Ήβη. Η παράσταση αξίζει την προσοχή, τα χρήματα και το χειροκρότημά σας.

Καλή σας θέαση!