Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη
«Εγώ πότε θα γίνω μάνα;» αναρωτιούνται οι περισσότερες γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή τους. Τι γίνεται όμως όταν το πολυπόθητο όνειρο της μητρότητας γίνεται πραγματικότητα και συνειδητοποιείς πως δεν έχεις καταλάβει καθόλου τί σε περιμένει; Τον ερχομό του πρώτου παιδιού στην οικογένεια πραγματεύεται και η παράσταση «Τί τραβάμε κι εμείς οι μάνες» που παρακολουθήσαμε το απόγευμα της Κυριακής στο θέατρο Χυτήριο σε σκηνοθεσία του Πάνου Αμαραντίδη και της Βάσιας Παναγοπούλου και επιχειρεί να μας εντάξει στον κόσμο της πάνας, του κλάματος, της ανησυχίας μα και της απόλυτης ευτυχίας.
Πρόκειται για ένα έργο που διασκεύασε για το θέατρο ο Πάνος Αμαραντίδης και η Ελένη Λευθεριώτη και βασίζεται στο ομώνυμο μπεστσέλλερ της Κατερίνας Μανανεδάκη. Η υπόθεση αναφέρεται στο βιολογικό ρολόι μιας επιτυχημένης δημοσιογράφου που χτυπάει επικίνδυνα κάνοντάς την να θέλει να αποκτήσει παιδί με τον λογιστή σύζυγό της εδώ και τώρα. Το φιλικό και οικογενειακό της περιβάλλον επιμένει πως η εγκυμοσύνη είναι μια υπέροχη εμπειρία, η γέννα παιχνιδάκι και το μωρό της θα είναι ένας άγγελος. Ο άντρας της θα την βοηθάει στα δύσκολα και με λίγη καλή θέληση θα μπορέσει να συνδιάσει και την δουλειά της μαζί με την οικογένεια. Μια συνωμοσία ροζ πανευτυχίας που ξεσκεπάζεται όταν είναι πια πολύ αργά. Τί συμβαίνει λοιπόν όταν έχεις αποκτήσει μια τεράστια κοιλιά σαν φάλαινα, όταν γεννάς, αν και θα προτιμούσες να πατήσεις σε αναμμένα κάρβουνα και όταν το μωρό ουρλιάζει ρυθμικά, σε κοιτάζει με αγωνία και εσύ αδυνατείς να καταλάβεις τι θέλει από σένα; Κι όλα αυτά την ώρα που η στρίγκλα διευθύντριά σου απαιτεί τα πάντα, ενώ ο στοργικός πατέρας σφυρίζει αδιάφορα. Η ξεκαρδιστική συνέχεια δίνεται επί σκηνής!
Το «Τί τραβάμε και εμείς οι μάνες» είναι ένα διαχρονικό βιβλίο της Κατερίνας Μανανεδάκη το οποίο στην ουσία καταρρίπτει τον μύθο της ιδανικής μητέρας, της υπέροχης συζύγου και της τέλειας εργαζόμενης. Η θεατρική διασκευή των Αμαραντίδη – Λευθεριώτη σεβάστηκε απόλυτα τους ήρωες της συγγραφέως αναδεικνύοντας τα δυνατά μα και τα τρωτά στοιχεία του χαρακτήρα τους χαρίζοντας στο κοινό γέλιο αλλά και προβληματισμό. Σε κάθε περίπτωση, η ταύτιση του θεατή με τους ήρωες ήταν αναπόφευκτη αφού έβλεπε στη σκηνή να διαδραματίζονται περιστατικά που έχει βιώσει ή βιώνει στη δική του ζωή ή στο κοντινό του περιβάλλον. Εκεί κρύβεται και μεγάλο μέρος της επιτυχία του συγκεκριμένου έργου.
Στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης βρίσκεται ο Πάνος Αμαραντίδης και η Βάσια Παναγοπούλου. Η επιθυμία των συγγραφέων να εντάξουν όσο το δυνατόν περισσότερα περιστατικά από το βιβλίο της Κατερίνας Μανανεδάκη οδήγησε σε μια πιο ολοκληρωμένη θεατρική διασκευή αλλά έδωσε στην σκηνοθεσία ένα κινηματογραφικό αέρα αφού υπήρχαν πολλές μικρές σκηνές που αν και είχαν ενδιαφέρον, κούραζαν τεχνικά το θεατή. Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς πως οι δύο σκηνοθέτες συνεργάστηκαν άψογα «διαβάζοντας» επί της ουσίας το έργο και ξεδιπλώνοντας το ταλέντο ενός εξαιρετικού υποκριτικού καστ. Η σκηνοθεσία τους ήταν ευρηματική (ευφυής η συνεχής ύπαρξη του video wall επί σκηνής) χαρίζοντας στο κοινό γέλιο, συγκίνηση και γόνιμο προβληματισμό μεταφέροντας παράλληλα τα μηνύματα του έργου μέχρι τα τελευταία καθίσματα της θεατρικής αίθουσας.
Το πρωταγωνιστικό ζεύγος των υποψήφιων γονέων ερμήνευσε η γοητευτική Νικολέττα Καρρά και ο Τόνυ Δημητρίου που ήταν πραγματικά απολαυστικός χαρίζοντας άφθονο γέλιο στο κοινό με όλες του τις αντιδράσεις. Στο ρόλο των πεθερών – μανάδων είδαμε τη Σόφη Ζανίνου και την Ελένη Τζώρτζη, ρόλοι που ταίριαξαν γάντι στις δυο εξαιρετικές ηθοποιούς που μας θύμισαν τις δικές μας «καταπιεστικές» μα αξιολάτρευτες μανούλες. Τις φιλενάδες της πρωταγωνίστριας ερμήνευσαν η γλυκήτατη Ελένη Καρακάση και η πανέμορφη Κατερίνα Δημητρόγλου που είχαν φανερή χημεία μεταξύ τους και κατάφεραν με το μπρίο και την τσαχπινιά τους να κερδίσουν το θεατή και να δημιουργήσουν μαζί του μια παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα. Τέλος, στο ρόλο του ξαδέρφου αρχικά και μετέπειτα στο ρόλο του γυναικολόγου της πρωταγωνίστριας απολαύσαμε τον Γιώργο Μπανταδάκη που έκλεψε κυριολεκτικά τις καλύτερες εντυπώσεις μας με το δυνατό κωμικό του ταλέντο αλλά και τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισε τη νέα του θεατρική πρόκληση. Η ερμηνεία του ήταν χαρισματική!
Μας άρεσαν τα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου αλλά και τα καλαίσθητα κοστούμια της Σοφίας Δριστέλα που υπηρέτησαν το σύγχρονο χαρακτήρα του έργου στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Το αποτέλεσμα ήταν άρτιο και αξιοπρεπές.
Η παράσταση «Τί τραβάμε και εμείς οι μάνες» είναι ένα έργο που αξίζει να δουν άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα ταυτιστούν με τους ήρωες και φεύγοντας θα βγάλουν έναν αναστεναγμό ανακούφισης συνειδητοποιώντας πως όσα μας φαίνονται βουνό, με λίγη ψυχραιμία, καλή διάθεση και άφθονη αγάπη μπορούν να γίνουν μια προσβάσιμη πεδιάδα.
Καλή σας θέαση!