,

Είδαμε την παράσταση «The Curing Room»

Είδαμε την παράσταση «The Curing Room»

Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη

 

Πρώτη φορά βγαίνω από θεατρική αίθουσα και τρέμω ολόκληρη. Ήμουν έτοιμη να ξεσπάσω σε κλάματα για όσα είδα και όσα μπόρεσα να νιώσω κλεισμένη σε ένα κελάρι μοναστηριού. Το «The Curing Room» δεν είναι απλώς άλλη μια εξαιρετική παράσταση του θεάτρου Vault, είναι μια πραγματική θεατρική εμπειρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς.

Το «Τhe curing room» είναι ένα αντιπολεμικό κοινωνικό δράμα του David Ian Lee και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία του εξαιρετικού Δημήτρη Καρατζιά. Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και είναι αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους. Πρόκειται για ένα έργο βαθιά συγκινητικό, ανθρώπινο, σκληρό, άγριο, σπαρακτικό, χαρακτηριστικά που το καθιστούν άνετα στην κατηγορία των τολμηρών και αποτρόπαιων θρίλερ.

Η παράσταση τοποθετείται χρονολογικά την άνοιξη του 1944 στη νότια Πολωνία όταν τα Ναζιστικά στρατεύματα πριν αποχωρήσουν, αιχμαλωτίζουν μια διμοιρία Ρώσων στρατιωτών. Τους σκοτώνουν όλους εκτός από επτά άνδρες, που κλειδώνουν γυμνούς, χωρίς φαγητό και νερό στο κελάρι ενός άδειου μοναστηριού. Την ελπίδα θα διαδεχτεί η ένταση, ο θυμός, η άρνηση, ο φόβος, η απόγνωση και η απελπισία. Ο εγκλεισμός, η πείνα και η δίψα, το ένστικτο της επιβίωσης γρήγορα θα τους οδηγήσει στα άκρα. Και τότε θα πράξουν αφήνοντας στην άκρη τη λογική και τις αξίες τους. Ποιός και τί θα βγει ζωντανό από το “The curing room”;

Το πρώτο πράγμα που είχαμε ακούσει για αυτό το έργο, πριν καν ανέβει στο Vault, ήταν ότι οι 7 πρωταγωνιστές του θα βρίσκονται ολόγυμνοι επί σκηνής. Μην σκεφτείτε ότι πήγαμε εκεί για να κάνουμε οφθαλμόλουτρο σε καλογυμνασμένα αντρικά κορμιά, τα οποία φυσικά και υπάρχουν αλλά παύεις να ασχολείσαι μαζί τους μετά τα πέντε πρώτα λεπτά της παράστασης. Στη πραγματικότητα, το εξωτερικό ξεγύμνωμα των ανθρώπων είναι η πρώτη συνθήκη που χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπος ο θεατής για να μπει στο κλίμα του έργου. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο θεατής αντιλαμβάνεται πως οι επτά πρωταγωνιστές δεν έχουν αποχωριστεί μόνο τα ρούχα τους αλλά κάθε ανθρώπινο και πολιτιστικό ένδυμα που κουβαλούσαν. Είναι γυμνοί άρα και απροστάτευτοι και αυτό τους κάνει ευάλωτους και ωμούς απέναντι στους συντρόφους τους που τους αντιμετωπίζουν πλέον σαν λεία. Είναι τρομακτικό να βλέπεις μπροστά σου ανθρώπους που μια ζωή υπάκουαν σε κανόνες και ιεραρχίες να συμπεριφέρονται σαν αγρίμια που ξεδιπλώνουν τα πιο άγρια ένστικτα επιβίωσής τους και είναι έτοιμα να ξεσκίσουν τις σάρκες του διπλανού τους προκειμένου να επιβιώσουν για μια ακόμη μέρα. Μετατρέπονται σε νεκροζώντανους που στο μυαλό τους κυριαρχεί πλέον η παράνοια και δυστυχώς εκεί επιτρέπεται κάθε είδους κτηνωδία και κανιβαλισμός.

Η μικρή θεατρική σκηνή του Vault ήταν ο ιδανικός χώρος για να αποτυπωθεί η περιορισμένη δράση των πρωταγωνιστών. Στη συγκεκριμένη παράσταση, ο εγκλεισμός στο κελάρι είναι από μόνος του λόγος ύπαρξης του έργου καθώς η φυλακή αυτή δημιουργεί το αίσθημα της κλειστοφοβίας και του αδιέξοδου ενισχύοντας την αγωνία τόσο των ηρώων όσο και των θεατών που θέλοντας και μη, γίνονται συμμέτοχοι σε όλο αυτό το θρίλερ.

Ο Δημήτρης Καρατζιάς υπογράφει την σκηνοθεσία της παράστασης και πραγματικά έχει δημιουργήσει ένα συγκλονιστικό και ιδιαίτερα προσεγμένο αποτέλεσμα χωρίς υπερβολές. Οι ήρωες του δεν προκαλούν με τη γύμνια τους, ούτε με τις ακραίες τους συμπεριφορές. Αντιθέτως, είναι στημένοι με τέτοιο τρόπο που γίνονται συμπαθείς στο κοινό, αν και σε πολλά στιγμιότυπα του έργου οι θεατές είναι έτοιμοι να πεταχτούν έξω από την αίθουσα. Ωστόσο, κάτι τους κρατάει πίσω και δεν το κάνουν. Εκεί κρύβεται η επιτυχία του εγχειρήματος του Δημήτρη Καρατζιά. Το θέαμα είναι ακραίο, ξεπερνά κάθε αρρωστημένη φαντασία μα αν το καλοσκεφτείτε δεν απέχει και πολύ από τις αρρωστημένες καταστάσεις επιβίωσης που ζούμε στις μέρες μας. Κι έχουμε μάθει πια να μην κλείνουμε τα μάτια.

Καθοριστικό ρόλο στην απόδοση της αγωνιώδους ατμόσφαιρας έπαιξε η εξαιρετικά εύστοχη πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Μάνου Αντωνιάδη, ο οποίος από το πρώτο κιόλας λεπτό της παράστασης μας έκανε να νιώσουμε πως υπάρχει μια ένταση, μια αναταραχή που όσο περνούσε η ώρα έφτανε στην κορύφωσή της. Πολύτιμος αρωγός στο όλο εγχείρημα είναι και οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα που τόσο με τις σκιές του όσο και με τα παρατεταμένα του σκοτάδια ενίσχυσε την αγωνία των θεατών κρατώντας τους σε μια διαρκή επιφυλακή για την έκβαση του έργου.

Όσο για τις ερμηνείες των ηθοποιών, έχουμε να πούμε μόνο τα καλύτερα. Πρόκειται για επτά διαμαντάκια, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα που όμως ξέρουν να λάμπουν και να θαμπώνουν τους θεατές με τα ταλέντα τους. Δεν είναι επτά όμορφα αγόρια που βγήκαν απλά στη σκηνή για να επιδείξουν τα πλούσια σωματικά τους προσόντα. Είναι επτά ικανότατοι ηθοποιοί που ξέρουν να χειρίζονται απόλυτα τόσο το υποκριτικό τους ταλέντο όσο και τη γλώσσα του σώματος. Χρησιμοποίησαν όλο τους το είναι για να αποδώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σκηνές άλλοτε βίαιες και άλλοτε βαθειά φορτισμένες εναλλάσοντας πλήρως και απολύτως ομαλά τα αισθήματά τους.

Ξεχωρίσαμε το Στέλιο Ψαρουδάκη στο σύντομο αλλά ιδιαιτέρως φορτισμένο ρόλο του ανωτέρου αξιωματικού. Ο ηθοποιός έντυσε με ευαισθησία τον ήρωά του που δεν χάνει στιγμή τις αξίες του και αυτό τον έκανε αμέσως συμπαθή στα μάτια μας. Αξιόλογη και η ερμηνεία του Στέλιου Καλαϊτζή στο ρόλο του κακού της υπόθεσης. Ο ηθοποιός δεν χρειαζόταν να μιλήσει για να καταλάβουμε τις κακές του προθέσεις καθώς αρκούσε ένα βλέμμα προς τους συντρόφους του για να αντιληφθούμε την ανάγκη του να επιβληθεί και να επιβιώσει ακόμη και εις βάρος άλλων. Προσεγμένη και η ερμηνεία του Θανάση Πατριαρχέα. Η φιγούρα του ήταν ρωμαλέα και επιβλητική ενώ προσέγγισε τον ήρωά του με μέτρο και μια αμεσότητα που τον έκανε να ξεχωρίζει.

Το μεγαλύτερο μπράβο μας αξίζει αναμφισβήτητα ο Παναγιώτης Μπρατάκος που ερμήνευσε τον πιο απαιτητικό και ιδιαίτερο ρόλο από τους επτά στρατιωτικούς. Ο ηθοποιός ενσάρκωσε τον «καθυστερημένο» ήρωά του στοχευμένα χωρίς να ξεφεύγει σε ακρότητες και υπερβολές. Μας κέρδισε από το πρώτο μέχρι το τελευταίο του λεπτό στη σκηνή.  Η ερμηνεία του ήταν απλά καθηλωτική!

Στο σύνολό του, το «The Curing Room» είναι ένα έργο – γροθιά στο στομάχι που θίγει τη δύναμη της εξουσίας, την εσωτερική μας πάλη, τους φόβους για τις συνέπειες των πράξεών μας ενώ δεν διστάζει να αγγίξει τα πιο άγρια ένστικτά μας. Είναι μια παράσταση που επιβάλλεται να δει ο καθένας μας για να ξεπεράσει τα όρια του και να ανακαλύψει τί κρύβεται από την άλλη πλευρά. Απλά σας συμβουλεύω να μην έχετε φάει πριν την παράσταση.

Καλή σας θέαση!