Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη
Ένα σπουδαίο θεατρικό μονόλογο παρακολουθήσαμε το βράδυ της Δευτέρας σ’ένα από τα κεντρικότερα θέατρα της Αθήνας. Ο λόγος για την «Ανθρώπινη φωνή», το συγκλονιστικό μονόπρακτο του Ζαν Κοκτώ που ανεβαίνει φέτος στο Μικρό Χορν σε μια νέα θεατρική σύμπραξη της Λουκίας Μιχαλοπούλου με τον Νικορέστη Χανιωτάκη μετά την επιτυχημένη παράσταση «Γίδα ή Ποιά είναι η Σύλβια».
Το έργο γράφτηκε από το διάσημο συγγραφέα το 1928 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δυο χρόνια μετά στην περίφημη Comédie-Française από την Berthe Bovy. Στην Ελλάδα αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες της Έλλης Λαμπέτη το 1978, μαζί με δύο ακόμη μονόπρακτα έργα του ίδιου συγγραφέα, την «Ψεύτρα» και «Την έχασα» σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, στα οποία όπως λέγεται, η σπουδαία πρωταγωνίστρια έδωσε την καλύτερη ερμηνεία της ζωής της!
Η ηρωίδα της «Ανθώπινης φωνής» είναι μία νέα γυναίκα που συνομιλεί στο τηλέφωνο με τον εραστή της, ο οποίος την εγκαταλείπει για να παντρευτεί μια άλλη. Περικυκλωμένη από την έννοια του θανάτου, βιώνει τον πόνο του έρωτα που ενώ ήταν πηγή ζωής έχει μετατραπεί σε ένα καταστροφικό συναίσθημα. Στον εμβληματικό αυτό μονόλογο, βλέπουμε την ηρωίδα (που εσκεμμένα δεν μαθαίνουμε το όνομά της γιατί είναι μια από εμάς) να παλεύει με πάθος για το άτομο που αγαπά, να υποκρίνεται, να γελάει και να κλαίει την ίδια στιγμή που είναι δειλή και τολμηρή μαζί. Το έργο διαπνέεται από τα συναισθήματα της εγκατάλειψης, της προδοσίας, της λατρείας και του πάθους, της απόρριψης και του αδιέξοδου των σχέσεων. Αιώνια, αναλλοίωτα συναισθήματα που θα μας απασχολούν όσο υπάρχουμε.
Το προφητικό έργο του Κοκτώ, μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας αποδίδει στην εντέλεια τη σχέση εξάρτησης του ανθρώπου με το τηλέφωνο και κατ’επέκταση με την τεχνολογία, ευτυχεί στα σκηνοθετικά χέρια του Νικορέστη Χανιωτάκη. Ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη ρέουσα μετάφραση του έργου δίνοντας ξεκάθαρα έμφαση στο λόγο. Άλλωστε, πρόκειται για ένα έργο που η πλοκή του εξελίσσεται βάση της συνομιλίας της ηρωίδας με τον εραστή της. Αν εξαιρέσουμε την αμήχανη έναρξη της παράστασης, ο Νικορέστης Χανιωτάκης έστησε ένα θέαμα με ρυθμό, σωστές παύσεις και κλιμακωτές εντάσεις. Η επιλογή του μάλιστα να αφήσει την πρωταγωνίστριά του εκτεθειμένη στο άβολο και παραμορφωτικό σκηνικό με τους καθρέφτες που επιμελήθηκε εξαιρετικά η Αρετή Μουστάκα, λειτούργησε στο να ξεδιπλώσει ευκολότερα η ηρωίδα του το συναίσθημά της και να το επικοινωνήσει άμεσα στο θεατή.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου είναι η ηρωίδα της «Ανθρώπινης φωνής». Δεν «ντύνεται» το ρόλο. Γίνεται η ίδια ο ρόλος. Την βλέπουμε επί σκηνής να πάλλεται, να βασανίζεται, να πονάει, να ξεσπάει και στο τέλος να βρίσκει τη δύναμη να απελευθερωθεί η ίδια από τα δεσμά της. Πάντα με μέτρο και ειλικρίνεια. Χωρίς περιττά ξεσπάσματα και μελοδραματισμούς. Η ερμηνεία της είναι συγκλονιστική και ίσως αυτό να είναι και το βασικό κίνητρο για να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση. Θερμά συγχαρητήρια!
Αξίζει να αναφέρουμε και τον Γιάννη Μαθέ που υπογράφει την πρωτότυπη μουσική σύνθεση του έργου ενισχύοντας το συναίσθημα του θεατή και προκαλώντας παράλληλα τις απαιτούμενες εντάσεις.
Συνολικά, η «Ανθρώπινη φωνή» είναι ένας μονόλογος – κατάθεση ψυχής που αναδεικνύει το διαχρονικό λόγο του Κοκτώ και μας κάνει να ταυτιστούμε απόλυτα με την ηρωίδα του. Επισκεφτείτε το Μικρό Χορν και υποκλιθείτε στο ταλέντο της Λουκίας Μιχαλοπούλου.
Καλή σας θέαση!