Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης στο βιβλίο του με τίτλο «Η γριά βαλίτσα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πνοή, πραγματοποιεί αβίαστα ένα ταξίδι στον χρόνο ενώ ο ίδιος είναι μελετημένος χωρίς να πιέζει τις πληροφορίες να δοθούν στον αναγνώστη. Με μια άνεση στην γραφή του πραγματοποιεί ένα ταξίδι που ξεκινάει το 1940 που δε σταματάει ποτέ.
Με αφορμή το σμίξιμο δύο ανθρώπων η αφήγηση του συγγραφέα ακολουθεί την πορεία εκείνων αλλά και των απογόνων τους και μας αφηγείται την ιστορία μέσα από το ταυτόχρονο ταξίδι της βαλίτσας τους και μας οδηγεί σε χρονικά σημεία σταθμούς της Ελλάδας. Το ταξίδι ξεκινάει το 1940 με την επιστράτευση, το «ΟΧΙ» του Μεταξά στους Ιταλούς ενώ δεν λείπει και η σύγκριση με το δημοψήφισμα του 2015 του ελληνικού λαού. Τα χρόνια της κατοχής αλλά και η ίδρυση της ΕΟΝ, τα καταπατημένα του περάματος και η δικτατορία του Παπαδόπουλου, ενώ δεν παραλείπει να «στολίσει» την ιστορία του με αναφορές σε αλλαγές που έρχονται αναπόφευκτα στην καθημερινότητα των ανθρώπων όπως η σκάφη που γίνεται πλυντήριο και τα βαρέλια με τον πάγο που γίνονται ψυγεία.
Οι αναφορές συνεχίζονται και ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τις φτωχογειτονιές της Νίκαιας με τους ξεριζωμένους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία αλλά και τις πρώτες τηλεοράσεις (με υποδοχή για ρεύμα αλλά και μπαταρία), τα πικάπ και τους δίσκους με τραγούδια του Πάριου και των ΑΒΒΑ, τους σεισμούς του 1981 και την εκλογή του Παπανδρέου, το Μετρό, τους Ολυμπιακούς, τη νίκη της Παπαρίζου στην Eurovision του 2005 με το “My number One” αλλά και την οικονομική κρίση. Ένα ταξίδι που ξεκινάει από τα μαγαζιά της Ερμού, της Σταδίου και της Αθηνάς που ήταν οι πιο εμπορικοί δρόμοι και καταλήγει στην οικονομική κρίση του 2010. Κι όμως, χωρίς ένα οριστικό τέλος καθώς πόσα χρόνια μπορεί να ζήσει μια βαλίτσα; Η ζωή της πρωταγωνίστριας του Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη είναι ευτυχισμένη, χιλιόχρονη και ατελείωτη.
Ο συγγραφέας χτίζει την ιστορία του πάνω σε πολλούς χαρακτήρες που είναι ισχυροί και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά αγαπούν όλοι την βαλίτσα που αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο και τους συνοδεύει σε κάθε σημαντική αλλαγή της ζωής τους.
Η βαλίτσα δεν είναι απλή. Με την σοφία των χρόνων που έχουν περάσει μας αφηγείται τα χρόνια που έζησε με την οικογένεια που την αγάπησε. Την λένε «Λίτσα», ένα όνομα που η ίδια χαρακτηρίζει «λαϊκό» και είναι χειροποίητη με δέρμα και χοντρές ραφές, χερούλι ανατομικό και 2 ασημένιες κλειδαριές ασφαλείας ενώ το εσωτερικό της είναι επενδυμένο με σατέν. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της όμως είναι η προσωπικότητά της. Γιατί η γριά βαλίτσα ζει τα χρόνια που περνούν με πάθος για την ζωή, συγκρίνει τον εαυτό της με τους ανθρώπους και νιώθει μοναξιά, κατάθλιψη όταν την αποθηκεύουν, ζηλεύει όμορφες γυναίκες αλλά και την προσοχή που τραβάει το νεότερο μέλος της οικογένειας, συνειδητοποιεί ότι δεν θα γίνει ποτέ μάνα, πιστεύει στον Θεό και ότι μπορεί αν φωνάξει δυνατά να την ακούσει ο κόσμος όλος. Είναι κοκέτα και περηφανεύεται για την λεία επιδερμίδα της. Επιθυμεί να ζήσει για όσο περισσότερο μπορεί, παραπονιέται που κανένας δεν σκέφτηκε να την σώσει στους μεγάλους σεισμούς του 1981, τρομάζει και ζαρώνει το δέρμα της, ονειρεύεται τον γάμο της, νηστεύει, τα βάζει με τον Χάρο, αρνείται να «φύγει» και έχει αναμνήσεις που γίνονται όνειρα. Ζει με τους ανθρώπους τους οποίους νιώθει δικούς της ανθρώπους και, όπως εξομολογείται η ίδια είναι όλη της η ζωή.
Όπως γράφει ο συγγραφέας, η γριά βαλίτσα κρύβει μέσα της μυστικά, όλα αυτά που πονάνε τον ιδιοκτήτη της και όλα αυτά που τον κάνουν ευτυχισμένο. Με την άνεση της εμπειρίας που έχει πλέον ο συγγραφέας περνάει ισχυρά μηνύματα χρησιμοποιώντας για την αφήγησή του ένα αντικείμενο με βαριά ιστορία. Η γραφή του απλή αλλά αιχμηρή στα απαραίτητα σημεία, στοχοποιεί, ερμηνεύει και με ισχυρές δόσεις χιούμορ και ανάλαφρης διάθεσης επηρεάζει τα συναισθήματα του αναγνώστη του, πραγματοποιώντας μια αφήγηση χαρακτηριστική του Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη, πιο ώριμη στο πέρας της συγγραφικής του διαδρομής.