Για να μιλήσουμε για το βιβλίο της Μαίρης Κόντζογλου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο «Οι Μαγεμένες – Las Incantadas» θα χρειαστεί να σας αναφέρω μερικά στοιχεία από την ιστορία των θρυλικών Μαγεμένων της Θεσσαλονικής μας, έτσι ακριβώς όπως κάνει και η συγγραφέας του βιβλίου.
Ο Βασιλιάς της Θράκης αναστατώθηκε από τις φήμες που ήθελαν την γυναίκα του να διατηρεί δεσμό με τον Μ.Αλέξανδρο και έτσι διέταξε να κάνουν μάγια στον εραστή της γυναίκας του. Ακούγοντας τις σχετικές πληροφορίες που έφτασαν στα αυτιά του, ο Μ.Αλέξανδρος δεν πλησίασε την γυναίκα του βασιλιά αλλά εκείνη, έτρεξε να βρει τον αγαπημένο της παίρνοντας μαζί της και την συνοδεία της. Έτσι, η βασίλισσα και η συνοδεία της αποτελούν τις 8 «καρυάτιδες» της Θεσσαλονίκης καθώς τα μάγια τους μετέτρεψαν σε 8 αγάλματα. Τα αγάλματα τοποθετήθηκαν κατά τον 2ο αιώνα μΧ στο ύψος περίπου της Αρχαίας Αγοράς.
Πρόκειται για ανάγλυφες, μυθολογικές μορφές, που διακοσμούσαν μια κορινθιακή κιονοστοιχία και αναπαριστούσαν τον θεό Διόνυσο δίπλα σε έναν πάνθηρα, την Αύρα με πέπλο, την Αριάδνη στεφανωμένη με τα φύλλα μιας κληματαριάς, τη Λήδα με τον κύκνο, μια Μαινάδα που παίζει διπλό φλάουτο, το Γανυμήδη μαζί με τον Δία μεταμορφωμένο σε αετό και έναν Διόσκουρο με μια αναπαράσταση αλόγου στα πόδια του. Η αρπαγή των «Μαγεμένων» ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη κλοπή, με την άδεια των τότε Οθωμανικών Αρχών. Ο Emmanuel Miller τα μετέφερε στην Γαλλία, όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα στο μουσείο του Λούβρου.
Οι «Μαγεμένες» ήταν πασίγνωστες, κοσμούσαν την αγορά της Σαλονίκης από το 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα και αποτελούσαν σημείο αναφοράς. Αργότερα στην περιοχή αναπτύχθηκε η εβραϊκή συνοικία Rogos. Ένα τμήμα τότε από τη «Στοά των Ειδώλων» με τις «Μαγεμένες» βρέθηκε ενσωματωμένο στο σπίτι ενός πλουσίου Εβραίου. Την εποχή εκείνη αποκαλούνταν «Las Incantadas» γιατί οι Εβραίοι της συνοικίας μίλαγαν Ισπανικά.
Όλα αυτά τα ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία, τα οποία δίνονται από τη συγγραφέα στο εισαγωγικό της κείμενο αλλά και στα πρώτα δύο κεφάλαια του βιβλίου της, εισάγουν τον αναγνώστη της στο μαγικό ταξίδι που πρόκειται να πραγματοποιήσει μέσα από αυτές τις σελίδες. Και ποιος καλύτερος τρόπος από το να ξεκινήσει από τον λαϊκό θρύλο που καλύπτει αυτή την ερωτική σχέση του Μ.Αλέξανδρου με την βασίλισσα. Αγνοώντας τα πάντα, πέφτει στην παγίδα, παίρνοντας μαζί της και την συνοδεία της. Η ιστορία με τον Όθωνα και την Αμαλία που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, μας προειδοποιεί μέσα από τα λόγια του Όθωνα για το κακό που θα συμβεί: «Φοβάμαι για τους θησαυρούς αυτής της χώρας, τις αρχαιότητες , τα μνημεία».
Αναμφισβήτητα, όσο ο αναγνώστης διαβάζει τις σελίδες των «Μαγεμένων» τού γεννάται η απορία: «Αν οι σύγχρονοι Έλληνες δεν μπορούν να πάρουν πίσω τα μνημεία που αφαιρέθηκαν από την χώρα τους, τότε πως φέρθηκαν οι Θεσσαλονικείς την περίοδο που η «Στοά των Ειδώλων» διαλύθηκε για να μεταφερθεί σε έναν ξένο τόπο; Αντιστάθηκαν; Πολέμησαν με όλα τα μέσα; Ή όλα έγιναν πίσω από την πλάτη τους;» Το βιβλίο της Μαίρης Κόντζογλου έρχεται να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα και όχι μόνο. Πλέκοντας δύο ισχυρές ερωτικές ιστορίες, παρουσιάζει ήθη και έθιμα που διατηρούσαν οι οι τρεις κοινότητες, των εβραίων, των χριστιανών και μουσουλμάνων που έμεναν τότε στην πόλη. Παρουσιάζει τις διαφορές αλλά και το κοινό στοιχείο που θα τους ενώσει σε έναν αγώνα λευτεριάς. Χρησιμοποιώντας και επεκτείνοντας τις επιστολές που έστελνε ο Εμμανουέλ Μιλλέρ στη σύζυγό του, μας δίνει ένα λεπτομερές ημερολόγιο των γεγονότων και ενισχύει την ιστορία της, ακόμα και παρουσιάζοντας την βίαιη εξέλιξη των γεγονότων. Γιατί ναι, οι πολίτες πολέμησαν με όλες τις δυνάμεις τους, όπως μας παρουσιάζει η συγγραφέας στην ιστορία της, προσπαθώντας να κρατήσουν τις «Μαγεμένες» στον τόπο τους, το ένδοξο παρελθόν της Ελλάδας.
Το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας και αυτό το συνειδητοποιείς σε ελάχιστες από τις σελίδες της. Παρακολουθείς με ενδιαφέρον στις πρώτες σελίδες της, την παρουσίαση τόσων διαφορετικών χαρακτήρων, όλων όμως απαραίτητων σε αυτή την αναμέτρηση της μυθοπλασίας με τα ιστορικά γεγονότα. Δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην Αδελφότητα που αντιστέκεται και παλεύει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, «δανείζεται» κάποιες από τις δυνάμεις της για τον αγώνα ενάντια στην αρπαγή των αγαλμάτων, του πολιτισμού της πόλης. Σε αυτή την αντίσταση θα πάρουν μέρος, ισχυροί αλλά και εκ πρώτης όψεως, αδύναμοι χαρακτήρες που στην πορεία θα αποδείξουν πόσο δυνατοί μπορεί να γίνουν, πολεμώντας για το μέλλον της πατρίδας τους.
Η συγγραφέας δίνει πνοή στα αγάλματα, τα οποία κινούνται και μιλούν, προειδοποιώντας για την σκληρή μοίρα, κυρίως την εβραική κοινότητα. Μέσω του Διόνυσου, φτάνει το μήνυμα: «Όπως θα φύγουμε εμείς από δω και σεις κάποτε θα φύγετε, πάλι θα ξεριζωθείτε!». Οπότε, η ίδια η συγγραφέας αναδεικνύει την σημασία που έχει η αρπαγή των ειδώλων. Οι εβραίοι θα εκδιωχθούν και πάλι μετά την μοίρα που περιμένει τις «Μαγεμένες», ενισχύοντας τον λόγο για τον οποίο οι κοινότητες πρέπει να προστατεύσουν τα αγάλματα ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους. Έτσι κάνει τους χαρακτήρες της ισχυρούς αλλά και συνάμα ευάλωτους και αγαπητούς στο αναγνωστικό της κοινό, το οποίο προσδοκά ένα καλό τέλος γι’ αυτούς. Πόσο εύκολο είναι όμως αυτό όταν η μυθοπλασία ακολουθεί τα πλαίσια των ιστορικών γεγονότων;
Ο κόσμος της Τέχνης και της Ιστορίας υμνούνται στο βιβλίο της Μαίρης Κόντζογλου,
όπου το μέλλον της ανθρωπότητας συνδέεται άμεσα με τη μοίρα των «Μαγεμένων».
Χαρακτήρες που είναι φορτωμένοι με τα προσωπικά τους σφάλματα, γερνούν μέσα σε μια μέρα και όπως περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο η συγγραφέας: «Μπορεί ο χρόνος που απαιτήθηκε για όλα αυτά να μην ξεπέρασε συνολικά τα δέκα λεπτά, όμως ο οικοδεσπότης νόμισε πως είχε περάσει κατρακλώντας σε γκρεμό η μισή του ζωή, σχεδόν «άκουγε» τα μαλλιά του να ασπρίζουν όπως έβγαιναν από τις ρίζες τους και αισθανόταν τα μέλη του να γεμίζουν ρευματισμούς, τριξίματα και πόνους.»
Εν τέλει, μια απώλεια δίνει την απόλυτη δικαιολογία στη συγγραφέα να επιτρέψει στους επαναστάτες να χάσουν την οργάνωσή τους, να βρεθούν απροετοίμαστοι, με όποιο κόστος έχει αυτό. Η αποκαθήλωση δίνεται συγκλονιστικά ενώ «ο λαός είναι σαν ναρκωμένος…», περιγράφει ο Μιλλέρ μέσα από τις σελίδες της Μαίρης Κόντζογλου, ο οποίος μέσα από τις δικές του γραμμές χάνει την όποια δικαιολογία μπορεί να του δώσει κάποιος, γράφοντας ότι το κομμάτιασμα των ειδώλων είναι «πράξη ενός βανδάλου» και ότι όλος ο κόσμος θα τους κατηγορήσει.
Το τέλος είναι δοσμένο με τον καλύτερο τρόπο, παρουσιάζοντας έναν υποθετικό διάλογο μεταξύ των αγαλμάτων, σε ένα σκοτεινό υπόγειο του μουσείου στο Παρίσι. Λαβωμένες οι «Μαγεμένες» προσδοκούν ένα ευτυχισμένο τέλος, μόνο που δεν είναι κοντά αυτό.
Και όπως λέει η συγγραφέας: «Κι ο κόσμος όλος ερείπια…».
Διαβάστε επίσης:
Νέα λογοτεχνικά βιβλία από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ