Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη
Τον τελευταίο καιρό, σε όλα τα θεατρικά πηγαδάκια, ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης είναι το νέο διαμαντάκι του Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες. Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Σύλβια και έχει αναστατώσει έτσι τη θεατρική Αθήνα; Το μυστήριο δεν θα μπορούσε να μείνει ανεξιχνίαστο και έτσι επισκεφτήκαμε το βράδυ της Δευτέρας το θεατρικό χώρο στο κέντρο της Αθήνας για να παρακολουθήσουμε το εμβληματικό έργο του Έντουαρντ Άλμπι, «Η Γίδα ή Ποιά είναι η Σύλβια» σε μετάφραση – σκηνοθεσία του εξαιρετικά ταλαντούχου Νικορέστη Χανιωτάκη.
Το έργο «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια» γράφτηκε το 2000 από τον Έντουαρντ Άλμπι και μαζί με το κορυφαίο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» συγκαταλέγονται στα πιο τολμηρά κείμενα του βραβευμένου με τρία Πούλιτζερ Αμερικανού συγγραφέα. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον Μάρτιν (Νίκος Κουρής), έναν επαγγελματικά άκρως επιτυχημένο οικογενειάρχη, ο οποίος χωρίς να πάψει να αγαπάει την γυναίκα του (Λουκία Μιχαλοπούλου), ερωτεύεται την Σύλβια, η οποία «τυχαίνει» να είναι… γίδα! Ο δημοσιογράφος και καλύτερός του φίλος Ρος (Γιάννης Δρακόπουλος) το «καρφώνει» στην σύζυγο και στο γιο του Μάρτιν(Μιχαήλ Ταμπακάκης), με αποτέλεσμα η μία ακραία αντίδραση να φέρει την άλλη, μέχρι το συναρπαστικό και λυτρωτικό φινάλε.
Τί κάνει το συγκεκριμένο έργο του Άλμπι τόσο ξεχωριστό; Αναμφισβήτητα, το προκλητικό του περιεχόμενο αλλά και η διάθεση που έχει να κάνει τον θεατή να φτάσει το μαχαίρι μέχρι το κόκκαλο του ψυχισμού του σε μια ύστατη προσπάθεια συμφιλίωσης με τον πραγματικό του εαυτό ανακαλύπτοντας παράλληλα την υποκειμενικότητα με την οποία αντιμετωπίζει ολόκληρη την ύπαρξή του μέχρι τώρα. Ο συγγραφέας επιλέγει να σπάσει το στερεότυπο της ευτυχισμένης οικογένειας ποντάροντας στη δύναμη του απρόβλεπτου που μπορεί να ανατρέψει κάθε τι που θεωρούμε δεδομένο. Το έργο του συνδυάζει κωμικά στοιχεία με στοιχεία τραγωδίας κι όλα αυτά παρουσιάζονται στο θεατή άλλοτε με σκληρότητα κι άλλοτε με τρυφερότητα αλλά πάντα ακολουθώντας το μονοπάτι της αλήθειας. Η μετάφραση του κειμένου φέρει την υπογραφή του Νικορέστη Χανιωτάκη που προσάρμοσε επιτυχώς το έργο στη γλώσσα του σήμερα με το σύγχρονο αποτέλεσμα να τον δικαιώνει.
Μπαίνοντας στη σκηνή του Θησείον, παρατηρήσαμε αμέσως το γυάλινο κουτί που επιμελήθηκε η Αρετή Μουστάκα για τις ανάγκες της παράστασης και στην ουσία περιόριζε τη δράση του έργου σε ένα πολύ μικρό σκηνικό κομμάτι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα καθίσματα των θεατών που έφταναν σε απόσταση αναπνοής από το γυάλινο κουτί κάνοντας το εγχείρημα των ηθοποιών ακόμη πιο δύσκολο. Όμως ταυτόχρονα ο περιορισμός του χώρου εκτός από τη συνθήκη εγκλεισμού των ηρώων στο πρόβλημά τους, όξυνε την συναίσθηση των θεατών που θέλοντας και μη, ήρθαν αντιμέτωποι με την εξέλιξη της δράσης συμπάσχοντας με τον τρόπο τους στο δράμα των ηρώων. Η ιδέα της σκηνογράφου ήταν κάτι παραπάνω από ευφυής και το σκηνικό που επιμελήθηκε είχε ξεκάθαρα δραματουργικό ρόλο στην παράσταση. Της αξίζουν συγχαρητήρια!
Ο πολυπράγμων Νικορέστης Χανιωτάκης υπογράφει και τη σκηνοθεσία της συγκεκριμένης παράστασης βουτώντας για τα καλά στα άδυτα της γραφής του Άλμπι. Ο σκηνοθέτης καλείται να παρουσιάσει επί σκηνής τους ήρωες του να βιώνουν μια ακραία ψυχολογική κατάσταση που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Ο Νικορέστης Χανιωτάκης κέρδισε το στοίχημα αυτής της παράστασης ποντάροντας στο ρεαλισμό και την ορθή κριτική του ματιά δίχως να φοβηθεί όμως να ενσωματώσει και κωμικά στοιχεία στο θέαμά του. Ο καταιγιστικός ρυθμός των συναισθηματικών αλλαγών από την κωμωδία στην απόλυτη φρίκη αλλά και η υιοθέτηση στοιχείων τραγωδίας στο φινάλε οδήγησαν τον θεατή αλλά και τους πρωταγωνιστές στην απόλυτη κάθαρση.
Ο Νίκος Κουρής «ντύνεται» τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μάρτιν δίνοντας στο κοινό μια από τις καλύτερες ερμηνείες της φετινής θεατρικής σεζόν αλλά και της καριέρας του μέχρι τώρα. Ο ηθοποιός προσέγγισε το ρόλο του εμβαθύνοντας υποκριτικά στον ψυχισμό του ήρωά του κάνοντάς τα πάντα για να αποβάλλει από πάνω του την εύκολη ταμπέλα του «κτηνοβάτη». Έμοιαζε με ένα λαβωμένο, από τα βέλη του έρωτα, αγρίμι στο κλουβί που έπρεπε να εξομολογηθεί τα πρωτόγνωρα συναισθήματά του, να ξορκίσει τις ενοχές του και να συμφιλιώσει με τη νέα πτυχή του χαρακτήρα του τόσο τον εαυτό του όσο και τους δικούς του ανθρώπους. Η ερμηνεία του ήταν ατόφια, σπαρακτική και μας φόρτισε συναισθηματικά.
Εξαιρετική και η Λουκία Μιχαλοπούλου στο ρόλο της Στήβι. Η ηθοποιός έπαιξε με το κοινό κάνοντας την ερμηνεία της πιο άμεση ενώ εξέφρασε πειστικά το θυμό, τον πόνο και την απογοήτευση μιας ερωτευμένης γυναίκας που προδίδεται από τον σύντροφό της, ο οποίος με μια του επιλογή, της γκρεμίζει όσα είχε χτίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή της. Μετρημένη η ερμηνεία του Γιάννη Δρακόπουλου στο ρόλο του Ρος, δημοσιογράφου και καλύτερου φίλου του Μάρτιν, ο οποίος αναλαμβάνει να ενημερώσει τη γυναίκα και το γιο του Μάρτιν για τις νέες του προτιμήσεις. Ο ηθοποιός ενσάρκωσε με ακρίβεια τη φωνή της λογικής στην άκρως σουρεαλιστική κατάσταση που βιώνουν οι ήρωες. Τέλος, συμπαθέστατη και η παρουσία του Μιχαήλ Ταμπακάκη επί σκηνής προσδίδοντας στο ρόλο του έφηβου γιου την αθωότητα και την ορμητικότητα που της αρμόζει.
Στο κλίμα του έργου βρήκαμε την πρωτότυπη μουσική που επιμελήθηκε ο Γιάννης Μαθές ενώ άκρως ατμοσφαιρικοί ήταν και οι φωτισμοί της παράστασης από τη Χριστίνα Θανάσουλα.
Ένας ολοζώντανος καθρέφτης η παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη στο θέατρο Θησείον. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τις σκοτεινές πτυχές του πρωταγωνιστή και μέχρι να βγει από την αίθουσα έχει συμφιλιωθεί και με τα δικά του σκοτάδια. Παρακολουθήστε το διαμαντάκι «Η Γίδα ή Ποιά είναι η Σύλβια;». Μόνο καλό θα σας κάνει.
Καλή σας θέαση!