Από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη
Πόσοι διαφορετικοί μπορεί να είναι δυο άνθρωποι και πόσο πρόθυμοι να ενώσουν τους κόσμους τους όταν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία; Αυτά κι άλλα τόσα ανακαλύψαμε το βράδυ της Τετάρτης παρακολουθώντας το έργο του Σάιμον Στήβενς, «Heisenberg» που ανεβαίνει φέτος στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
Το κείμενο του Βρετανού συγγραφέα βασίζεται στην αρχή της απροσδιοριστίας, όπως αυτή διατυπώθηκε το 1927 απο το μεγάλο φυσικό Heisenberg και στην οποία επισημαίνεται πως είναι αδύνατον να προσδιοριστούν ταυτόχρονα και με ακρίβεια η θέση και η ορμή ενός σωματίου. Στο συγκεκριμένο έργο, ο Σάιμον Στήβενς επιχειρεί να εφαρμόσει αυτή την αρχή στις ανθρώπινες σχέσεις πιστεύοντας ότι η αντίληψή μας για τους ανθρώπους αλλάζει ανάλογα με το τί ξέρουμε γι’ αυτούς, τί βλέπουμε και από ποια σκοπιά το βλέπουμε.
Το θέμα του «Heisenberg» αφορά την ιστορία δυο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, του Άλεξ και της Τζόρτζι που γνωρίζονται τυχαία σε ένα παγκάκι σιδηροδρομικού σταθμού. Ο Άλεξ είναι ένα εβδομηνταπεντάχρονος μοναχικός, λιγομίλητος Ιρλανδός χασάπης που αγαπάει τη μουσική, κρατάει ημερολόγιο και πενθεί ακόμα την πρώτη του αγάπη ενώ η Τζόρτζι είναι μια σαρανταδιάχρονη δυναμική Αμερικάνα που της αρέσει να μιλάει πολύ, να λέει ψέματα και να βρίζει. Έχει ένα γιο 19 χρονών που εδώ και δυο χρόνια έφυγε στην Αμερική διακόπτοντας κάθε επικοινωνία μαζί της. Ο Άλεξ και η Τζόρτζι αντιπροσωπεύουν δυο ολότελα διαφορετικούς κόσμους που τους χωρίζουν εκατοντάδες πράγματα μα τους ενώνει μια βαθιά μοναξιά και μια ουσιαστική ανάγκη για επικοινωνία και συντροφικότητα. Θα φανούν αυτά αρκετά για να ευδοκιμήσει το αλλόκοτο ειδύλλιό τους; Την άρτια μετάφραση του έργου επιμελήθηκε ο Μενέλαος Καραντζάς που πραγματικά προσπέρασε με μαεστρία τα λεκτικά εμπόδια της καθομιλουμένης αγγλικής γλώσσας και παρουσίασε ένα εξαιρετικό σύγχρονο κείμενο.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος υπογράφει τη σκηνοθεσία της παράστασης. Δέκα χρόνια μετά το «Motortown», ο έμπειρος σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα νέο έργο του Βρετανού συγγραφέα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή των πολύπλευρων χαρακτήρων των ηρώων του. Το γεγονός της περιορισμένης δράσης του κειμένου ώθησε το σκηνοθέτη να περιοριστεί σε μια πιο λιτή σκηνοθεσία αφήνοντας τα συναισθήματα να παίξουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και να φέρουν τους ήρωες αντιμέτωπους με τα όριά τους. Από το πρώτο κιόλας λεπτό, είδαμε την ηρεμία να συναντάται με την υπερκινητικότητα και τη θλίψη να μάχεται με το χιούμορ σε αυτό το περίεργο πείραμα που επέβαλλε ο έρωτας και η ανάγκη για ζωή. Ο σκηνοθέτης έστησε την παράσταση ισορροπώντας αρμονικά ανάμεσα στο ρομαντισμό και το ρεαλισμό, την κωμωδία και την ευαισθησία των ηρώων του προκαλώντας στους θεατές ανάμεικτα συναισθήματα και αρκετά σημεία ταύτισης.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους της Τζόρτζι και του Άλεξ απολαύσαμε την Κόρα Καρβούνη και τον Περικλή Μουστάκη αντίστοιχα. Η γοητευτική απλότητα και η γαλήνη με την οποία προσέγγισε το ρόλο του ο Περικλής Μουστάκης ταίριαξε απόλυτα με το δυναμισμό και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της Κόρας Καρβούνη φέρνοντας ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα επί σκηνής. Γοητευμένη από τη γενναιοδωρία, τη λογική και την ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα του, η Τζόρτζι παρασέρνει τον Άλεξ σε μια ερωτική περιπέτεια που δίνει νόημα στην καθημερινότητά του ενώ βάζει και τους δύο στη διαδικασία να ρισκάρουν τα πάντα για να μην χάσουν τα νέα δεδομένα στη ζωή τους. Εντυπωσιαστήκαμε από τις ερμηνείες και το ταιριαστό ηχόχρωμα στις φωνές των δύο ηθοποιών αλλά και από το ανεξάντλητο ταλέντο της Κόρας Καρβούνη που της επιτρέπει να μεταλάσσεται τόσο μοναδικά σε κάθε της ρόλο.
Ενδιαφέρουσα βρήκαμε την οπτική της Μαγδαληνής Αυγερινού να χρησιμοποιήσει ως σκηνικό της παράστασης ξύλινες παλέτες σε διαφορετικά μήκη και πλάτη. Ανάλογα με τις ανάγκες της σκηνής, οι πρωταγωνιστές χρησιμοποίησαν τις παλέτες ως παγκάκι, κάθισμα και κρεβάτι επιλέγοντας πάντα να μην υπάρχει κάποιο ταβάνι ή σκεπή στο χώρο τους. Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να εμβαθύνουν στο ρομαντισμό του έργου δίχως να οριοθετούν την ένταση και τη μορφή των συναισθημάτων τους.
Μας άρεσε ο σχεδιασμός των φωτισμών από το Σάκη Μπιρμπίλη που κατόρθωσε να ενισχύσει την ατμόσφαιρα του έργου αλλά και η επιμέλεια κίνησης από τη Σεσίλ Μικρούτσικου που πρόσθεσε μεγάλες δόσεις αυθορμητισμού και αδεξιότητας στη συμπεριφορά των δυο πρωταγωνιστών προβάλλοντας την αμηχανία αλλά και το ενδιαφέρον που έτρεφε ο ένας για τον άλλον.
Το «Heisenberg» είναι μια παράσταση που δίνει στο θεατή μια δόση αισιοδοξίας για να αντιμετωπίσει τους φόβους του και να μην σταματά στιγμή να μάχεται για τις ανθρώπινες σχέσεις του. Σας προκαλώ να την ανακαλύψετε!
Καλή σας θέαση!